Ιστορία της διαχείρισης υδάτινων πόρων στην Ελλάδα: η περίπτωση της Κρήτης
Η μακρά ιστορία της διαχείρισης υδάτινων πόρων στο νησί της Κρήτης, στην καρδιά της ανατολικής Μεσογείου, έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα στον σχεδιασμό και την κατασκευή ποικίλων έργων (υδροληπτικών και υδρομαστευτικών, έργων μεταφοράς και διανομής νερού κ.ά.) με τα οποία οι διάφοροι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στο νησί αντιμετώπισαν τις ποικίλες ανάγκες ύδρευσης σε μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες.
Η παρούσα ηλεκτρονική βάση καθιστά προσβάσιμα στην επιστημονική κοινότητα και το ευρύ κοινό δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ιστορικά και αρχαιολογικά τεκμήρια προκειμένου με αυτό τον τρόπο να συμβάλει στη μελέτη της ιστορίας της διαχείρισης υδάτινων πόρων στην Κρήτη. Η χρησιμότητα μιας τέτοιας συμβολής δεν περιορίζεται μόνο στην εμβάθυνση της γνώσης μας για τους παρελθόντες πολιτισμούς του νησιού. Σε συνθήκες έντονων κλιματικών αλλαγών, οι οποίες αναμένεται τις επόμενες δεκαετίες να δημιουργήσουν στην περιοχή και στη νήσο σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα (ξηρασία, πλημμυρικά φαινόμενα κτλ.), η μελέτη του παρελθόντος αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα και αξία, καθώς μπορεί, αφενός, να εμπλουτίσει με τα δεδομένα της ιστορικής εμπειρίας τη σύγχρονη συζήτηση για τη διαχείριση των ολοένα και πιο σπάνιων υδάτινων πόρων και, αφετέρου, να ευαισθητοποιήσει τους κατοίκους του νησιού για την ανάγκη οικονομίας και χρηστής διαχείρισής τους.
Συγκεκριμένα, στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων έχουν συγκεντρωθεί μαρτυρίες σχετικές με
Για τη συγκέντρωση των ιστορικών και αρχαιολογικών μαρτυριών αξιοποιήθηκε σχετική βιβλιογραφία και πραγματοποιήθηκε έρευνα σε αρχεία. Ενδεικτικά, αποδελτιώθηκαν:
Ανάμεσα στα περιηγητικά κείμενα που αποδελτιώθηκαν ξεχωρίζει η περιγραφή της Κρήτης από τον φλωρεντινό μοναχό Κριστόφορο Μπουοντελμόντι (Cristoforo Buondelmonti, 1386 – περ. 1430), ο οποίος πραγματοποίησε πολυήμερο ταξίδι στο νησί στις αρχές του 15ου αιώνα. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιγραφές του χαρακτηρίζονται από δόσεις υπερβολής. Πολύτιμη είναι και η περιγραφή του οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi, 1611 – περ. 1684). Ο Εβλιγιά Τσελεμπί βρέθηκε στην Κρήτη κατά τα τελευταία χρόνια του Κρητικού Πολέμου και προσπάθησε να αποτυπώσει στο έργο του το ιδιαίτερο κλίμα που επικρατούσε στη μεταβατική αυτή περίοδο για την τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό παραθέτει σημαντικές πληροφορίες για τη διαδικασία εξοθωμανισμού της Κρήτης, μια διαδικασία στην οποία το νερό έπαιζε σημαντικό ρόλο. Οι αναφορές του στην κατασκευή και διαχείριση αρχιτεκτονημάτων που σχετίζονται με τους υδάτινους πόρους του νησιού είναι εξαιρετικά πολύτιμες για τον σύγχρονο ερευνητή, αν και οι πληροφορίες του, και ιδίως οι αριθμοί που δίνει, δεν μπορούν να θεωρηθούν πάντα ακριβείς.
Σε αντίθεση με τους περιηγητές, οι μηχανικοί που ασχολήθηκαν με το υδάτινο περιβάλλον της Κρήτης όφειλαν να είναι ακριβείς. Ενδεικτικά, ο ιταλός χαρτογράφος και στρατιωτικός μηχανικός Φραντσέσκο Μπασιλικάτα (Francesco Basilicata) έζησε πολλά χρόνια στην Κρήτη ενταγμένος στην υπηρεσία της Ενετικής Δημοκρατίας. Πιθανότατα έφτασε στη μεγαλόνησο στα 1609 και παρέμεινε σε αυτή έως το τέλος της ζωής του, περίπου το 1638. Σε έκθεσή του το 1630, καταγράφει, μεταξύ άλλων, τους μεγάλους ποταμούς της Κρήτης, σημειώνοντας αν το νερό είναι καλό, άφθονο, αν έχει συνεχή ροή, αν αξιοποιείται σε υδρόμυλους.
Αντίστοιχα, εξαιρετικά ακριβείς στις περιγραφές τους σε σχέση με τους υδάτινους πόρους του νησιού ήταν οι κατάσκοποι οι οποίοι έρχονταν στο νησί από κράτη της δυτικής Ευρώπης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των γάλλων αξιωματικών Philippe De Bonneval και Mathieu Dumas, οι οποίοι βρέθηκαν στην Κρήτη το 1783 κατόπιν εντολής του γάλλου βασιλιά. Οι περιγραφές που παραθέτουν στη μυστική τους έκθεση έχουν ως σκοπό την αποτίμηση όχι μόνο της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης, της πολιτικής, διοικητικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού, με τρόπο που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος σε περίπτωση στρατιωτικής απόβασης σε αυτό.
Ως προς τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, πέρα από την αποδελτίωση της βιβλιογραφίας, ιδιαίτερα χρήσιμος ήταν ο διαρκής κατάλογος κηρύξεων του ΥΠ.ΠΟ.A. Ειδικά για τις κρήνες της βενετικής περιόδου που έχουν γλυπτό διάκοσμο, σημαντικό ήταν το υπό έκδοση άρθρο της Πετρούλας Βαρθαλίτου με τίτλο «Περίτεχνες κρήνες με γλυπτό διάκοσμο».
Καθώς το υλικό που συγκεντρώθηκε στη βάση δεδομένων είναι αρκετά ετερόκλητο (καλύπτει από καλά τεκμηριωμένα μνημεία, όπως η κρήνη Morosini, μέχρι πηγάδια σε κατοικίες), συχνότατα δεν ήταν δυνατή η συμπλήρωση όλων των πεδίων της βάσης δεδομένων. Ενδεικτικά, σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι δυνατός ο προσδιορισμός της θέσης που αναφέρεται σε ένα έγγραφο. Επίσης, συχνά δεν είναι δυνατή η χρονολόγηση της εγκατάστασης (δεξαμενής, πηγαδιού) που καταγράφεται. Σε αυτές τις περιπτώσεις σημειώνεται η χρονολογία της γραπτής πηγής. Στις αναφορές στο φυσικό περιβάλλον (ποτάμια, λίμνες), τα πεδία χρονολόγησης δεν συμπληρώνονται όταν μπορούμε να ταυτίσουμε τις θέσεις που σημειώνονται, όταν, για παράδειγμα, πρόκειται για μεγάλα γνωστά ποτάμια της Κρήτης. Όταν όμως πρόκειται για αναφορές σε ποτάμια και ρυάκια τα οποία δεν είναι δυνατό να ταυτίσουμε, όπως μικρά ποτάμια που ποτίζουν ή και ορίζουν κτήματα, σημειώνεται η χρονολογία του σχετικού εγγράφου, καθώς σε πάρα πολλές περιπτώσεις αυτή αποτελεί και το μοναδικό στοιχείο ταυτότητας του συγκεκριμένου υδάτινου στοιχείου.