Γλωσσάρι

Το γλωσσάρι βασίστηκε στα έργα:

- Αϊβαλή, Γκιουλσούν – Μαρίνος Σαρηγιάννης – Φωτεινή Χαιρέτη – Πηνελόπη Φωτεινού, Ιεροδικείο Ηρακλείου. Τέταρτος κώδικας, 1672-1674/1683-1686, επιμ. Ελισάβετ Α. Ζαχαριάδου, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2010.

- Γάσπαρης, Χαράλαμπος, Η γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Κρήτη, 13ος-14ος αιώνας, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1997.

- Γιαπιτσόγλου, Κώστας, Το φαράγγι των Μύλων. Οργάνωση για δασική αναψυχή, ανάδειξη, προστασία και διαχείριση, Δήμος Ρεθύμνου, Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2015.

- Νερόμυλοι Δυτικής Μεσαράς Κρήτης. Φυσικό οικοσύστημα και υδάτινο δυναμικό, Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Κέντρο Ερευνών, Βώροι 1985.

- Σπυρόπουλος, Γιάννης, «Κοινωνική, διοικητική, οικονομική και πολιτική διάσταση του οθωμανικού στρατού: οι γενίτσαροι της Κρήτης, 1750-1826», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης – Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ρέθυμνο 2014.

- Σταυρινίδης Νικόλαος Σ., Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, 5 τόμοι, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1975-1985.

- Arseven, Celal Esad, Istılâhât-ı Mi'mâriyye/Osmanlı Dönemi Mimarlık Sözlüğü, μτφρ. Şeyda Alpay, Kaknüs Yayınları, Κωνσταντινούπολη 2017.

- Gibb, Η.Α.R. και Harold Bowen, Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση. Πρώτος τόμος: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μτφρ.-σχόλια Ηλίας Κολοβός, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2005.

Αγάς (ağa): τίτλος κυρίως αξιωματικών του στρατού.

Αδράχτι: ξύλινος άξονας που συνδέει τον υδατοτροχό (φτερωτή) με τις μυλόπετρες μεταφέροντας την κίνηση από την φτερωτή στη μυλόπετρα.

Αζάπης (azab): στρατιώτης στρατιωτικών σωμάτων και του πεζικού και του ναυτικού.

Ακτσέ (akçe): αργυρό νόμισμα, που χρησιμοποιούνταν και ως λογιστική μονάδα∙ γνωστό και ως άσπρο (ακ = λευκός), λόγω της λευκότητας του μετάλλου.

Αλάη μπέης (alay beği): ανώτερος αξιωματικός των τιμαριούχων σπαχήδων, που υπηρετούσε κάτω από τις διαταγές του σαντζάκμπεη (βλ. σαντζάκμπεης).

Ασλάν (aslan): ολλανδικό νόμισμα με παράσταση λιονταριού (ασλάν).

Βακούφι (vakf): αφιέρωση περιουσιακού στοιχείου στο διηνεκές για σκοπούς θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς· επίσης, το ίδιο το αφιέρωμα· τη διαχείριση ενός βακουφιού είχε ο μουτεβελής που όριζε ο αφιερωτής.

Βαλής (vali): επαρχιακός διοικητής.

Βαλιντέ σουλτάν (valide sultan): ο τίτλος της μητέρας του σουλτάνου.

Βεζίρης (vezir): τίτλος ανώτατων αξιωματούχων του οθωμανικού κράτους.

Βεκίλ-ι χαρτζ (vekil-i harc): αξιωματικός ενός γενιτσαρικού ορτά (βλ. ορτάς), αρμόδιος για τις προμήθειες.

Γενικός προνοητής (provveditor general): βενετός αξιωματούχος. Μέχρι το 1569 στελνόταν στην Κρήτη μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις. Το 1569 το αξίωμα έγινε μόνιμο και ο γενικός προνοητής ήταν ιεραρχικά ανώτερος όλων των στρατιωτικών αξιωματούχων της Κρήτης. Στην πραγματικότητα ήταν ανώτερος και από τον δούκα.

Γενίτσαρος (yeniçeri): στρατιώτης πεζικού. Κατά την περίοδο που η Κρήτη βρέθηκε υπό οθωμανική διακυβέρνηση υπήρχαν δύο γενιτσαρικά σώματα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο: των αυτοκρατορικών (dergah-i ali) και των ντόπιων (yerli) γενιτσάρων. Οι γενίτσαροι έπαψαν να υπάρχουν το 1826.

Γεράνη / γεράνι: μοχλός με αντίβαρο που εξυπηρετούσε την ανύψωση και το βύθισμα του κουβά στο πηγάδι.

Γιαμάκ (yamak): «βοηθητικός», κατηγορία μελών του γενιτσαρικού σώματος με δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης σε έναν τόπο, ακόμα κι όταν ο ορτάς τους μετατίθετο αλλού.

Γλύκατο: το τμήμα του λιθόκτιστου αγωγού που οδηγεί το νερό στον υδατόπυργο του νερόμυλου.

Γονικό: η γη που έχει παραχωρηθεί «αιωνίως» από τον κάτοχό της στον αγρότη (γονικάρης) έναντι ετήσιας εισφοράς. Ο γονικάρης μπορούσε να την εκμεταλλευτεί όπως ήθελε και να την κληροδοτήσει στους απογόνους του. Ο κάτοχος της γης δεν έχανε τα δικαιώματά του σε αυτήν.

Δερβίσης (derviş): μέλος μουσουλμανικής θρησκευτικής αδελφότητας.

Δέμα: μικρό φράγμα για την εκτροπή του νερού προς το αυλάκι του μύλου.

Εγιαλέτι (eyalet): διοικητική περιφέρεια υπό τη διοίκηση ενός μπεηλέρμπεη. Ο όρος είναι συνώνυμος με τον όρο μπεηλερμπεηλίκι και με τον όρο βιλαέτι. Υποδιαίρεση του εγιαλετιού αποτελούσε το σαντζάκι. Η Κρήτη μετά την ολοκληρωτική κατάκτησή της αποτέλεσε εγιαλέτι.

Δούκας (duca): βενετός αξιωματούχος, διοικητής της Κρήτης με έδρα τον Χάνδακα. Η θητεία του ήταν διετής. Mετά τα μέσα του 16ου αιώνα, η εποπτεία του περιορίστηκε στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης.

Εξάγι: η ποσότητα που παρακρατεί ο μυλωνάς ως αμοιβή από το προσκομιζόμενο προϊόν για άλεσμα. Ωστόσο, στα σχετικά έγγραφα το εξάγι αναφέρεται μαζί με άλλα εργαλεία-σύνεργα του μύλου.

Εμίνης (emin): αξίωμα που περιγράφει κρατικούς υπαλλήλους με διάφορα καθήκοντα.

Εμίνης του κρατικού ταμείου (beytü’l-mal emini): αξιωματούχος της οικονομικής υπηρεσίας, επιφορτισμένος με τη συλλογή και διαχείριση των εσόδων του κρατικού ταμείου, περιλαμβανομένης της δήμευσης των περιουσιών όσων πέθαιναν άκληροι.

Εφέντης (efendi): τίτλος που αποδιδόταν σε μορφωμένους, αποφοίτους μεντρεσέδων (βλ. μεντρεσές).

Ζαγαρτζής (zağarcı): Τίτλος που έφεραν τα μέλη του 64ου λόχου του σώματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων.

Ζαΐμης (zaim): αξιωματικός του σώματος των επαρχιακών σπαχήδων (βλ. σπαχής), στον οποίο ο σουλτάνος είχε παραχωρήσει ένα ζιαμέτι (βλ. ζιαμέτι).

Ζαντέ (zade): περσική λέξη που σημαίνει γιος· χρησιμοποιείται ως δεύτερο συνθετικό οικογενειακών ονομάτων (το πρώτο συνθετικό δηλώνει το όνομα ή την ιδιότητα του ιδρυτή της οικογένειας).  

Ζιμής (zimmi): μη μουσουλμάνος υπήκοος ισλαμικού κράτους· βάσει του ιερού νόμου του ισλάμ, ο μουσουλμάνος ηγεμόνας εγγυάται τη ζωή, τη θρησκεία, την περιουσία και τις οικονομικές δραστηριότητες των ζιμήδων έναντι της υποχρέωσής τους να αναγνωρίζουν τη νομιμότητα της εξουσίας του, να είναι υπάκουοι και να καταβάλλουν κεφαλικό φόρο. Οι ζιμήδες υφίστανται θεσμοθετημένες διακρίσεις έναντι των μουσουλμάνων υπηκόων του μουσουλμάνου ηγεμόνα.

Ζουρ(γ)ιό (νερόμυλου): θολοσκέπαστος χώρος στη βάση του υδατόπυργου. Στο ζουργιό στεγάζεται ο υδατοτροχός, ο οποίος περιστρέφεται με τη δύναμη του νερού, ώστε να κινήσει τον αλεστικό μηχανισμό που στεγάζεται στον χώρο πάνω από το ζουργιό.

Ιμάμης (imam): θρησκευτικός λειτουργός· αυτός που διευθύνει την κοινή προσευχή στο τζαμί.

Ιμαρέτι (imaret): φιλανθρωπικό ίδρυμα, πτωχοκομείο, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του βακουφικού θεσμού (βλ. βακούφι)· συνήθως ένα ιμαρέτι αποτελούσε τμήμα συγκροτήματος που περιλάμβανε επίσης τζαμί, νοσοκομείο, λουτρό κ.ά.

Καγίμης (kayyım): επιστάτης τζαμιού.

Καδής (kadı): δικαστής, που εφάρμοζε τον ιερό νόμο του ισλάμ (σαρία), τη σουλτανική νομοθεσία (κανούν) και κάποτε τις τοπικές νομικές παραδόσεις (αντέτ)· παράλληλα λειτουργούσε ως συμβολαιογράφος, ενώ το δικαστήριο των διορισμένων από το κράτος καδήδων λειτουργούσε και ως διοικητικό κέντρο περιοχών χωρίς στρατιωτικό-πολιτικό διοικητή.

Kαδής του στρατού (ordu kadısı): ο καδής που έπαιρνε μέρος σε μια στρατιωτική εκστρατεία για να εκδικάζει τις τρέχουσες υποθέσεις των συμμετεχόντων.

Καζάς (kaza): η περιφέρεια στην οποία εκτεινόταν η δικαιοδοσία ενός καδή.

Καπουντάν πασάς (kapudan paşa): ο ναύαρχος του οθωμανικού στόλου και διοικητής του εγιαλετιού των νησιών. Η λέξη «καπουντάν» δηλώνει επίσης τον πλοίαρχο.

Καπουτζής (kapucı): κατά λέξη θυρωρός· σώμα αξιωματούχων του σουλτανικού παλατιού στην Κωνσταντινούπολη αρμόδιων για τη φύλαξη των πυλών. Ο τίτλος του επικεφαλής των καπουτζήδων αποδιδόταν τιμητικά σε μουσουλμάνους επαρχιακούς προύχοντες κατά τον 18ο αιώνα.

Κεχαγιάς των καπουτζήδων (kapucı kethüdası): επικεφαλής του σώματος των καπουτζήδων (βλ. καπουτζής).

Κοιλό (kile): μονάδα μέτρησης όγκου και μονάδα μέτρησης δημητριακών.

Κοντράδα: δρόμος, συνοικία.

Κουβέρτα: ξύλινο πολυγωνικό κουτί στο οποίο βρίσκονταν οι μυλόπετρες.

Κουλ κεχαγιάς: ανώτατος αξιωματικός του σώματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων, επικεφαλής του ενός από τα τρία σώματα που συνενώθηκαν για να συγκροτήσουν το γενιτσαρικό σώμα.

Κουμπαρατζήμπασης (kumbaracıbaşı ή humbaracıbaşı): διοικητής του σώματος των κουμπαρατζήδων (βλ. κουμπαρατζής).

Κουμπαρατζής (kumbaracı ή humbaracı): ολμιστής, μέλος σώματος του οθωμανικού πυροβολικού

Κοφινίδα (μύλου): ξύλινος κάδος σε σχήμα ανεστραμμένη κόλουρης πυραμίδας όπου συγκεντρωνόταν ο προς άλεση καρπός.

Λουλές (lüle, lûle): μονάδα μέτρησης του νερού. Ένας λουλές ισούται με το νερό που περνά από αγωγό διαμέτρου 26 χιλιοστών σε ένα λεπτό.

Μασούρα (masura): μονάδα μέτρησης του νερού. Ισούται με το 1/8 ή το 1/4 του λουλέ.

Μεντρεσές (medrese): ιεροδιδασκαλείο· ανώτερη σχολή που εκπαίδευε ουλεμά (βλ. ουλεμά).

Μεστζίτ (mescid): συνοικιακό τζαμί στο οποίο δεν διεξαγόταν η μεγάλη προσευχή της Παρασκευής.

Μιχράμπ: κόγχη στο εσωτερικό των τζαμιών που δηλώνει τη θέση της Μέκκας.

Μουεζίνης (müezzin): θρησκευτικός λειτουργός που καλεί από το μιναρέ του τζαμιού τους μουσουλμάνους σε προσευχή.

Μουζούρι (mensura, muzur): Μονάδα χωρητικότητας δημητριακών ίση με περίπου 17 κιλά. Επίσης μονάδα μέτρησης της επιφάνειας καλλιεργούμενης με δημητριακά γης. Θεωρητικά ισούται με την έκταση γης που απαιτούσε για σπορά ένα μουζούρι δημητριακών, υπολογίζεται σε 400 περίπου τ.μ.

Μουράρος: οικοδόμος.

Μουτεβελής (mütevelli): ο διαχειριστής ενός βακουφιού (βλ. βακούφι).

Μουφτής (müfti): μέλος των ουλεμά (βλ. ουλεμά), ερμηνευτής του ιερού ισλαμικού νόμου, ο οποίος εξέδιδε φετβάδες, δηλαδή γραπτές νομικές γνωμοδοτήσεις.

Μουχασεμπετζής (muhasebeci): υπάλληλος του τμήματος λογιστηρίου της κρατικής οικονομικής υπηρεσίας.

Μουχζίρμπασης (muhzırbaşı): επικεφαλής των κλητήρων του ιεροδικείου.

Μπαμπά (baba): ηγούμενος δερβισικής αδελφότητας· λεγόταν επίσης σεΐχης ή πιρ.

Μπαρουτσήμπασης (barutçıbaşı): επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος των κατασκευαστών πυρίτιδας.

Μπας (baş): κεφαλή· ως συνθετικό λέξεων δηλώνει τον επικεφαλής.

Μπας μπακή κουλή (baş baki kulı): κρατικός αξιωματούχος· επικεφαλής του σώματος των αρμόδιων για την είσπραξη καθυστερούμενων φόρων και άλλων οφειλών.

Μπεηλερμπεηλίκι (beylerbeyilik): διοικητική περιφέρεια υπό τη διοίκηση ενός μπεηλέρμπεη. Ο όρος είναι συνώνυμος με τους όρους εγιαλέτι και βιλαέτι.

Μπεηλέρμπεης (beylerbeyi): διοικητής μπεηλερμπεηλικιού.

Μπέης (bey): τίτλος που ακολουθούσε το όνομα στρατιωτικών και διοικητικών αξιωματούχων.

Μπεράτι (berat): σουλτανικό διάταγμα με το οποίο διορίζονταν κρατικοί αξιωματούχοι ή αναγνωριζόταν η νομιμότητα της θέσης αξιωματούχων που σχετίζονταν με το κράτος ή παραχωρούνταν απαλλαγές από φορολογικές υποχρεώσεις και άλλα προνόμια.

Μπεσέ (beşe): τίτλος που ακολουθούσε το όνομα στρατιωτικών, συνήθως κατώτερων.

Μπουγιουρντί (buyuruldu): διαταγή ανώτατου αξιωματούχου, όπως ο μεγάλος βεζίρης ή ο μπεηλέρμπεης.

Μπουλούκμπασης (bölükbaşı ή serbölük): διοικητής λόχου του σώματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων.

Μυλοκόπι: εργαλείο του μυλωνά για να χαράζει τη μυλόπετρα αποτελούμενο από ξύλινη λαβή και μεταλλική λεπίδα κάθετα τοποθετημένη στη λαβή, με δύο ενεργά άκρα χωρίς δόντια.

Ναζίρης (nazır): επόπτης κυρίως σε βακουφικό ίδρυμα, όπου, μαζί με το μουτεβελή είχε την ευθύνη για τη διαχείριση και τη συντήρησή του· και οι δύο κατ’ αρχήν ορίζονταν από τον ιδρυτή του βακουφιού· επίσης, ο διορισμένος από το ιεροδικείο επόπτης για την κηδεμονία ενός ορφανού.

Nαζίρης υδρονομής (su nazırı): επόπτης της διοχέτευσης νερού σε κτίσματα.

Ναΐπης (naib): πληρεξούσιος αναπληρωτής του καδή.

Ναχιγές (nahiye): υποδιαίρεση του καζά (βλ. καζάς).

Νοταριακά έγγραφα: συμβολαιογραφικά έγγραφα.

Νοτάριος: συμβολαιογράφος.

Ντεφτερντάρης (defterdar): επικεφαλής της κεντρικής οικονομικής υπηρεσίας του οθωμανικού κράτους ή της οικονομικής υπηρεσίας μιας επαρχίας.

Ντιβάν (divan): συμβούλιο· στο επαρχιακό επίπεδο, δηλώνει το συμβούλιο που πλαισίωνε συμβουλευτικά τον διοικητή μιας επαρχίας.

Ντιβάν εφέντης (divan efendisi): γραμματέας επαρχιακού διοικητή.

Οντάμπασης (odabaşı): αξιωματικός, δεύτερος στην ιεραρχία ενός γενιτσαρικού λόχου μετά τον τσορμπατζή.

Ντιζντάρ (dizdar): φρούραρχος.

Ντονούμ: μονάδα μέτρησης επιφάνειας, 919,3 τετραγωνικά μέτρα.

Οντάς (oda): κατά λέξη «δωμάτιο»· στρατώνας λόχου γενιτσάρων.

Ορτάς (orta): λόχος του γενιτσαρικού σώματος.

Ουλεμά (ulema): ειδικός επί του ιερού νόμου του ισλάμ· οι ουλεμά στελέχωναν κυρίως τους κλάδους της θρησκευτικής λατρείας (ιμάμηδες, μουεζίνηδες κλπ.), της δικαιοσύνης (καδήδες, μουφτήδες) και της εκπαίδευσης (καθηγητές μεντρεσέδων), αλλά υπηρετούσαν και σε θέσεις της κρατικής διοίκησης.

Πασάς (paşa): τίτλος ανώτατων κρατικών αξιωματούχων που στελέχωναν την κεντρική και την επαρχιακή διοίκηση.

Ρεΐς (reis): κεφαλή στα αραβικά, αντίστοιχη λέξη με την τουρκική μπας· αρχηγός, διοικητής· πλοίαρχος, καπετάνιος· διοικητής ορισμένων στρατιωτικών σωμάτων.

Ρεϊσουλκιουτάπ (reisü’l-küttab): επικεφαλής της γραμματειακής υπηρεσίας του αυτοκρατορικού συμβουλίου στην Κωνσταντινούπολη· εξελίχθηκε σε αρμόδιο για τη διαχείριση των διεθνών σχέσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ρέκτορας: διοικητής διαμερίσματος της Κρήτης (Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία). Ο θεσμός εγκαινιάστηκε στις αρχές του 14ου αιώνα.

Ρουζναμέ (ruzname): κατάστιχο ημερήσιων εσόδων και εξόδων ή γενικότερα κατάστιχο δημόσιας υπηρεσίας που ενημερώνεται σε καθημερινή βάση· το αντίστοιχο γραφείο της οικονομικής υπηρεσίας του οθωμανικού κράτους.

Ρουζναμετζής (ruznameci): ο υπάλληλος που τηρούσε τα κατάστιχα των ημερήσιων εσόδων και εξόδων· ο επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας (βλ. ρουζναμέ).

Σαντζάκι (sancak): διοικητική περιφέρεια, υπό την διοίκηση σαντζάκμπεη. Το σαντζάκι αποτελούσε υποδιαίρεση του εγιαλετιού (βλ. εγιαλέτι). Το εγιαλέτι της Κρήτης διαιρέθηκε σε τρία σαντζάκια, του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και των Χανίων.

Σεκμπάν (sekban): Το σύνολο των λόχων που αποτελούσαν μία από τις τρεις συνιστώσες του σώματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων· μισθοφόροι στρατιώτες.

Σεκμπάνμπασης (sekbanbaşı): ανώτατος αξιωματικός του σώματος των αυτοκρατορικών γενιτσάρων, επικεφαλής του ενός από τα τρία σώματα που συνενώθηκαν για να συγκροτήσουν το γενιτσαρικό σώμα.

Σεμπίλ (sebil) / σεμπιλχανέ (sebilhane): δημόσια κρήνη με τη μορφή περιπτέρου, από τα παράθυρα του οποίου διατίθεντο δωρεάν γεμάτες κούπες με νερό για να ξεδιψούν οι περαστικοί· συχνά ήταν προσαρτημένα σε συγκροτήματα τζαμιών.

Σερμπεττζή (şerbetçi): ο κατασκευαστής ή πωλητής σερμπετιού, γλυκού αναψυκτικού βασισμένου στο χυμό φρούτων.

Σολ κολ αγασί: στρατιωτικός βαθμός, αξιωματικός.

Σπαχής (sipahi): μέλος του ιππικού του οθωμανικού στρατού· οι επαρχιακοί σπαχήδες αμείβονταν με τιμάρια, δηλαδή το δικαίωμα να εισπράττουν φόρους και πρόστιμα από χωριά που τους παραχωρούσε ο σουλτάνος έναντι της υποχρέωσης να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες, ενώ οι κεντρικοί σπαχήδες αμείβονταν με μισθό.

Ταλιμχανετζής (talimhaneci): διοικητής λόχου των αυτοκρατορικών γενιτσάρων και αρμόδιος για την εκπαίδευση των ντόπιων γενιτσάρων.

Τεζκερετζής (tezkereci): χαμηλόβαθμος υπάλληλος της οικονομικής υπηρεσίας επιφορτισμένος με τη σύνταξη αποδεικτικών εγγράφων ή τίτλων.

Τεκές (tekke): μοναστήρι δερβίσηδων (βλ. δερβίσης).

Τεμλίκι (temlik): παραχώρηση από τον σουλτάνο κρατικής γης σε ιδιώτη με πλήρη ιδιοκτησιακά δικαιώματα∙ η γη πλήρους ιδιοκτησίας καθεαυτήν.

Τζεμπετζήμπασης (cebecibaşı): επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος των τζεμπετζήδων (βλ. τζεμπετζής).

Τζεμπετζής (cebeci): μέλος του στρατιωτικού σώματος των οπλουργών, αρμόδιων και για τη φύλαξη του στρατιωτικού εξοπλισμού.

Τοπτσήμπασης (topçıbaşı): επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος των τοπτσήδων (βλ. τοπτσής).

Τοπτσής (topçı): μέλος του στρατιωτικού σώματος των πυροβολητών.

Τουρνατζής (turnacı): γενίτσαρος υπεύθυνος για την εκτροφή και εκπαίδευση των κυνηγητικών πουλιών του σουλτάνου· τουρνατζήμπασης (turnacıbaşı ή ser turna): ο επικεφαλής των τουρνατζήδων.

Τσαούσης (çavuş): αξιωματούχος ποικίλων αρμοδιοτήτων, με κύριες εκείνες του αγγελιοφόρου και του κλητήρα. Τσαούσηδες υπηρετούσαν και σε διάφορα στρατιωτικά σώματα.

Τσελεμπής (çelebi): τίτλος που συνόδευε τα ονόματα κυρίως μορφωμένων και καλλιεργημένων ανδρών.

Τσιφλίκι (çiftlik): Όρος με διάφορες έννοιες. Αρχικά δήλωνε ένα κομμάτι γης που μπορούσε να καλλιεργηθεί με ένα ζευγάρι βοδιών. Αργότερα σήμαινε το χωράφι, αλλά και ειδικότερα γαιοκτησία στην οποία ο κάτοχος της γης δεν ταυτιζόταν με τον καλλιεργητή της. Ιδίως κατά τον 19ο αιώνα, ο όρος «τσιφλίκι» ταυτίστηκε με τα μεγάλα αγροκτήματα υπό τον έλεγχο μελών της ελίτ.

Υπέρπυρο: τοπικό βενετικό νόμισμα της Κρήτης.

Φάτιχα (fatiha): το πρώτο κεφάλαιο του Κορανίου, που χρησιμοποιείται ως προσευχή.

Φιρμάνι (ferman): διάταγμα του σουλτάνου.

Φτερωτή: υδατοτροχός, ξύλινος τροχός από μουριά, πρίνο ή πλάτανο, αποτελείται από ξύλινο κυλινδρικό πυρήνα γύρω από τον οποίο είναι τοποθετημένα τα φτερά, έχει διάμετρο 1,10-1,20 μέτρα. Περιστρέφεται οριζόντια με τη δύναμη του νερού και μεταφέρει την κίνηση στη μυλόπετρα μέσω κατακόρυφου άξονα.

Χαζινεντάρης (hazinedar): θησαυροφύλακας  ταμίας.

Χαλβετήδες: Δερβισική αδελφότητα (βλ. δερβίσης).

Χαλιφέ (halife): χαλίφης, δηλ. αντικαταστάτης, αναπληρωτής· με αυτόν τον τίτλο προσδιορίζονται, για παράδειγμα, οι διάδοχοι του προφήτη Μωάμεθ και νόμιμοι ηγέτες της μουσουλμανικής κοινότητας. Στο επίπεδο της γραφειοκρατίας, ο όρος δηλώνει συνήθως γραμματείς.

Χασεκί (haseki): τιμητικός τίτλος που είχε αποδοθεί σε κάποιους λόχους και αξιωματικούς του αυτοκρατορικού γενιτσαρικού σώματος, δηλώνοντας εγγύτητα στο σουλτάνο.

Χατίπης (hatib): μουσουλμάνος ιεροκήρυκας, αυτός που κάνει το κήρυγμα και απαγγέλλει κατά τη μεγάλη προσευχή της Παρασκευής τη δέηση κατά την οποία μνημονεύεται το όνομα του σουλτάνου.

Χατούν (hatun): «κυρία», τίτλος που συνόδευε το όνομα γυναικών.

Χοτζέτι (hüccet): έγγραφο που εκδίδει ο καδής για μη διαφιλονικούμενες υποθέσεις.

Χουμπαρατζήμπασης: άλλη μορφή της λέξης «κουμπαρατζήμπασης» (βλ. κουμπαρατζήμπασης).