Ποτάμια, χείμαρροι, λίμνες, πηγές

Παρακάτω παρατίθενται οι ποταμοί της Κρήτης ξεκινώντας από το ανατολικό άκρο του νησιού, διασχίζοντας τη βόρεια ακτή προς τα δυτικά και συνεχίζοντας στη νότια ακτή προς τα ανατολικά. Η σειρά ακολουθεί δηλαδή εκείνη με την οποία καταγράφει τα ποτάμια ο μηχανικός και χαρτογράφος Francesco Basilicata στην έκθεσή του το 1630 και εν μέρει ο Francesco Barozzi στην Περιγραφή της Κρήτης (1577/78).

Ζάκρος: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει ότι το ποτάμι Ζάκρος έχει καλό νερό, συνεχή ροή και κινεί μύλους (Σπανάκης V, 1969, σ. 33). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει ένα μικρό ποταμάκι που ξεκινά από την κοιλάδα της Καρούμπας, περνά από ένα δύσβατο φαράγγι και περιστρέφει δύο ή τρεις νερόμυλους στην είσοδο του φαραγγιού στον κάμπο της Ζάκρου (Spratt 2007, Α΄, σ. 316).

Καλά Νερά: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως μετά το Κάβο Σίδερο προς τα δυτικά υπάρχει το ποτάμι Καλά Νερά (Σπανάκης V, 1969, σ. 33).

Ποταμός Σητείας / Στόμιος / Παντέλης: Ο Francesco Basilicata σημειώνει πως μετά το Κάβο Σίδερο υπάρχει το ποτάμι Καλά Νερά και το ποτάμι κάτω από την πόλη της Σητείας που λέγεται Ποταμός (σύμφωνα με τον Σπανάκη είναι ο Στόμιος ή Παντέλης) και έχει αφθονότατο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 33). Στον χάρτη της πόλης της Σητείας σημειώνεται ο Ποταμός «Potamus F.» (Basilicata αρ. XXXII). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει το ποταμάκι στην κοιλάδα της Σητείας το οποίο περιστρέφει νερόμυλους (Spratt 2007, Α', σ. 236). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως στα ανατολικά της πόλης της Σητείας εκβάλλει ο ποταμός Παντέλης, ο οποίος πηγάζει από το ομώνυμο βουνό και ενισχύεται από τα νερά του ποταμού Ζου κοντά στον οικισμό Μαρωνιά (Σταυράκης 1890, σ. 24).

Αγριμόμαντρα: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως κοντά στην Αγριμόμαντρα, στους πρόποδες του βουνού της Μαλάβρας, κοντά στην ακροθαλασσιά πηγάζει ποταμός με συνεχή ροή, πολύ και άριστο νερό (Σπανάκης 1969, σ. 33).

Ίστρωνας / Ίστρονας / Καλός Ποταμός / Ποταμός Καλού Χωριού: Ο Francsco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Ίστρωνας απέχει δέκα μίλια από το κάστρο του Μεραμπέλου και σχηματίζεται από τα άφθονα νερά στα ανατολικά της Δίκτης (Barozzi 2004, σ. 228 και 327). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως ο ποταμός Ίστρωνας απέχει έντεκα μίλια  από το φρούριο του Μεραμπέλου. Κινεί κάμποσους μύλους, έχει συνεχή ροή και αρκετά καλό νερό. Ο Σπανάκης τον ταυτίζει με τον ποταμό του Καλού Χωριού (Σπανάκης V, 1969, σ. 33-34). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει πως ο ποταμός που διασχίζει την κοιλάδα της Κριτσάς έχει νερό όλο τον χρόνο, αλλά το καλοκαίρι η εκβολή του αποκλείεται από μια μικρή αμμουδιά (Spratt 2007, Α', σ. 199). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως κοντά στο Καλό Χωριό εκβάλλει ο ομώνυμος ποταμός ο οποίος πηγάζει από τα βουνά Καθαρού και Κριτσάς (Σταυράκης 1890, σ. 23-24).

Αλμυρός Αγίου Νικολάου: Ο Thomas Spratt (1851) σημειώνει μια πλούσια πηγή με υφάλμυρο νερό νότια του Αγίου Νικολάου, στους πρόποδες ενός λόφου σε απόσταση περίπου μισού μιλίου από τη θάλασσα. Η πηγή αναβλύζει με τόση δύναμη ώστε σχηματίζει ένα μικρό ποταμό, ο οποίος περιστρέφει μερικούς νερόμυλους και είναι γεμάτος αγριοπούλια∙ ονομάζεται Αλμυρός ή Αρμυρός επειδή έχει υφάλμυρο νερό (Spratt 2007, Α΄, σ. 215). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο Αλμυρός πηγάζει κάτω από τον οικισμό Κριτσά, νοτιοανατολικά του λιμανιού του Αγίου Νικολάου, στον κόλπο του Μεραμπέλου (Σταυράκης 1890, σ. 51).

Αποσελέμης: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως ο Αποσελέμης είναι χείμαρρος που το καλοκαίρι ξεραίνεται (Σπανάκης V, 1969, σ. 185). Ο Franz Sieber (1817) περιγράφει τη συγκέντρωση των νερών στο οροπέδιο του Λασιθίου, στο κατώτερο μέρος του οποίου δημιουργείται την άνοιξη μια λίμνη· στη συνέχεια τα νερά αναβλύζουν χαμηλά στην κοιλάδα σχηματίζοντας τον Αποσελέμη (Sieber 1994, σ. 192). Ο Robert Pashley (1833) σημειώνει για τον Αποσελέμη κοντά στις Γούβες ότι μεγαλώνει σε όγκο εξαιτίας των νερών που συσσωρεύει από την καταβόθρα του οροπεδίου (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 210). Η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) σημειώνει πως ο ποταμός Αποσελέμης σχηματίζεται από τα υπόγεια νερά του οροπεδίου Λασιθίου, έχει μήκος 8 μίλια και εκβάλλει στη θάλασσα (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 370). Αναφορά στον ποταμό Αποσελέμη γίνεται και από τον Νικόλαο Σταυράκη (Σταυράκης 1890, σ. 22).

Καρτερός / Αμνισός: Ο Cristoforo Buondelmonti αναφέρει ότι συνάντησε το ρεύμα του Καρτερού κατά την περιήγηση του στην Κρήτη το 1415 (Buondelmonti 2020, σ. 44). Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Καρτερός βρίσκεται έξι μίλια ανατολικά του Χάνδακα και δημιουργείται από τα νερά της δυτικής πλαγιάς της Δίκτης (Barozzi 2004, σ. 268 και 327). Ο ποταμός Καρτερός σημειώνεται στον χάρτη της ακτής του Καρτερού ως «Cartero F.» (Basilicata αρ. XXXX). O Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο Καρτερός βρίσκεται περίπου 3 μίλια ανατολικά του Χάνδακα. έχει άφθονο, καλό νερό συνεχή ροή και κινεί αρκετούς μύλους (Σπανάκης V, 1969, σ. 34). Ο Robert Pashley (1837) αναφέρει πως διέσχισε τον ποταμό Καρτερό κατευθυνόμενος προς το Κακό Όρος (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 207). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) δίνει και το παλαιότερο όνομα του ποταμού Αμνισός (Σταυράκης 1890, σ. 22).

Κατσαμπάς / Καίρατος: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) αναφέρει ένα ποτάμι κοντά στο Μακρυτοίχος (Κνωσός) (Buondelmonti 2002, σ. 42)· ίσως πρόκειται για τον Κατσαμπά. Ο Γενικός Προνοητής Francesco Morosini επισημαίνει σε έκθεσή του το 1629 τα προβλήματα υδροδότησης του ΧάνδακαΣημειώνει πως οι πιο φτωχοί κάτοικοι με μεγάλη δυσκολία κατάφερναν να αγοράσουν λίγο ακάθαρτο νερό από τον ποταμό Κατσαμπά (Σπανάκης II, 1940, σ. 27-28). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως ο ποταμός απέχει ένα μίλι από τον Χάνδακα προς τα ανατολικά, σε θέση που υπάρχει ένα μεγάλο πηγάδι κοντά στη θάλασσα∙ ο ποταμός έχει πάντα αρκετό και καλό νερό (Σπανάκης V, 1969, σ. 34). Μάλλον πρόκειται για το υδάτινο ρεύμα στη κοιλάδα του Μαρουλά, το οποίο διακρίνεται στον χάρτη του Χάνδακα (Basilicata αρ. II). Σύντομη αναφορά στον ποταμό «Καίρατο» κάνει η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 338). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει το αρχαίο όνομα, Καίρατος, και αναφέρει ότι πρόκειται για το ανατολικό όριο των περιχώρων του Ηρακλείου (Σταυράκης 1890, σ. 22).

Γιόφυρος / Τρίτων: Ο ποταμός Γιόφυρος αναφέρεται σε νοταριακό έγγραφο του 1340∙ συγκεκριμένα σημειώνεται πως νοικιάστηκε ο ψαρότοπος στον ποταμό Γιόφυρο, από τη γέφυρα μέχρι τη θάλασσα για πέντε χρόνια και με ετήσιο ενοίκιο 18 grossi. Ο ενοικιαστής είχε επίσης το δικαίωμα να κόβει καλάμια για να κατασκευάσει κοφίνια για ψάρεμα. (Γάσπαρης 1997, σ. 107, υποσ. 39). Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει πως πρόκειται για μικρό ποτάμι με γέφυρα στα ανατολικά μεγάλης πεδιάδας γεμάτης αμπέλια (Buondelmonti 2002, σ. 40). Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Γιόφυρος βρίσκεται δύο μίλια δυτικά του Χάνδακα (Barozzi 2004, σ. 268 και 327). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Γιόφυρος έχει συνεχή ροή και άφθονο νερό (Σπανάκης V, 1969, σ. 34). Στον χάρτη της ακτής του Χάνδακα (Badilicata αρ. ΙΙΙ) διακρίνεται ο ποταμός «Geoffiro F.» στα δυτικά της πόλης του Χάνδακα. Αποδίδεται και η γέφυρα που διασχίζει το ποτάμι. Λίγο δυτικότερα διακρίνεται άλλο ένα υδάτινο ρεύμα, ο χείμαρρος Ξεροπόταμος, ο οποίος σημειώνεται ως «Xeropomo T.». Τον ποταμό αναφέρουν και οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas (1783), που σημειώνουν ότι το ποτάμι ποτίζει μια ελώδη έκταση με ωραίους κήπους (Bonneval – Dumas 2000, σ. 70 και 101-102). Ο Χατζιδάκης αναφέρει την αρχαία ονομασία του ποταμού, Τρίτων, και σημειώνει πως λίγο δυτικότερα του ποταμού Γιόφυρος βρίσκεται ο χείμαρρος Ξηροπόταμος, ο οποίος αποτελεί το όριο μεταξύ των επαρχιών Τεμένους και Μαλεβιζίου (Χατζιδάκης 1881, σ. 21). Αναφορά στον ποταμό Γιόφυρο κάνει και ο Νικόλαος Σταυράκης (Σταυράκης 1890, σ. 21).

Γάζι / Γαζανός: Σε νοταριακό έγγραφο του 1346 αναφέρεται η ενοικίαση τμήματος του ποταμού στον οικισμό Γάζι, που ανήκε στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Ο ενοικιαστής θα πληρωνόταν από όσους, χωρίς να είναι κάτοικοι του χωριού, κατεργάζονταν εκεί το λινάρι τους (Γάσπαρης 1997, σ. 107, υποσ. 37). Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει πως κοντά στο Γάζι ένας χείμαρρος μολύνει τον αέρα και ότι σε αυτή την περιοχή παράγεται μεγάλη ποσότητα κρεμμυδιών (Buondelmonti 2002, σ. 40). Ο Francesco Barozzi (1577/78) αναφέρει ότι ο ποταμός Αγία Λουκία (Santa Lucia) απέχει τρία μίλα από τον Χάνδακα προς τα δυτικά∙ ίσως εννοεί τον Γαζανό ποταμό (Barozzi 2004, σ. 268, υποσ. 279 και σ. 327). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Γάζι κινεί κάμποσους μύλους, έχει συνεχή ροή, άφθονο και καλό νερό (Σπανάκης V, 1969, σ. 34). Στον χάρτη της ακτής του Χάνδακα (Badilicata αρ. ΙΙΙ) διακρίνεται ο ποταμός Γάζι  ως «Gasi F.» λίγο ανατολικότερα του Αλμυρού ποταμού. Ο Robert Pashley (1833) αναφέρει έναν μικρό ποταμό κοντά στο Γάζι, καθώς και πολλά ρυάκια στη γύρω περιοχή (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 141). Αναφορά στον Γαζανό ποταμό κάνει και ο Σταυράκης (Σταυράκης 1890, σ. 21).

Αλμυρός /Αρμυρός (Ηρακλείου): Ο ποταμός Αλμυρός αναφέρεται σε διάταγμα του 1368, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύτηκε το ψάρεμα σε αυτόν χωρίς την άδεια του Marco Quirino, ο οποίος είχε νοικιάσει το ομώνυμο χωριό από το κράτος (Γάσπαρης 1997, σ. 37). Ο ποταμός Αλμυρός περιγράφεται στο Χρονικό του Laurentis de Monacis (1422-1428), που επισημαίνει την αφθονία του νερού του, η οποία έκανε δυνατή την κίνηση μύλων (Πλατάκης 1965, σ. 59-62). Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) περιγράφει με θαυμασμό την ορμή με την οποία τα νερά του Αλμυρού πηγάζουν μέσα από το φαράγγι και συγκρίνει τον ποταμό του Ηρακλείου με τον Άρνο της Φλωρεντίας, βρίσκοντας τον Αλμυρό μεγαλύτερο και ισχυρότερο (Buondelmonti 2002, σ. 40). Στον ποταμό Αλμυρό υπήρχαν μύλοι οι οποίοι εκμισθώνονταν από το βενετικό δημόσιο, όπως επιβεβαιώνεται από πολλές πηγές του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα (Πλατάκης 1965, σ. 72-73). Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Αλμυρός απέχει δέκα μίλια από τον Χάνδακα προς τα δυτικά και πως πηγάζει από μια μεγάλη καταβόθρα που δεν έχει πυθμένα. Εξηγεί πως το νερό του είναι αλμυρό γιατί η πηγή του απέχει ένα μίλι από τη θάλασσα και πως λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας πιστεύεται ότι πηγάζει από τη θάλασσα μέσω μιας υπόγειας φλέβας. Επιβεβαιώνει και αυτός ότι στην περιοχή υπάρχουν αρκετοί μύλοι που ανήκουν στην κυριότητα της Γαληνοτάτης. Επίσης σημειώνει πως ο ποταμός αποτελεί ψαρότοπο, όπου ψαρεύονται κάθε είδους ψάρια και ιδίως χέλια. Ο ψαρότοπος μισθώνεται από το δημόσιο κάθε δύο χρόνια σε πλειοδότη ύστερα από δημόσιο πλειστηριασμό (Barozzi 2004, σ. 268-269 και 327). Στον χάρτη της ακτής του Χάνδακα του Francesco Basilicata (Badilicata αρ. ΙΙΙ) διακρίνεται με σαφήνεια ο ποταμός «Armiro F.», οι πηγές του και οι μύλοι. O Basilicata (1630) σημειώνει την απόσταση του ποταμού από τον Χάνδακα, την ιδιαιτερότητα του αλμυρού νερού και την ύπαρξη μύλων που ανήκουν στη Βενετία και ενοικιάζονται με πλειστηριασμό (Σπανάκης V, 1969, σ. 35).

Όταν ο Robert Pashley ταξίδεψε στην Κρήτη το 1833, είδε και σχεδίασε τους μύλους του Αλμυρού και υπέθεσε ότι στον Αλμυρό βρίσκεται η αρχαία Απολλωνία (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 206). Αναλυτική είναι η περιγραφή του Νικόλαου Σταυράκη (1890). Σημειώνει τη θέση του ποταμού και περιγράφει την πηγή του: στη βάση ψηλού όρους σχηματίζεται λίμνη διαμέτρου 80 μέτρων, τόσο βαθιά ώστε οι κάτοικοι νομίζουν πως δεν έχει πυθμένα. Από αυτήν εξέρχεται τόση ποσότητα νερού ώστε σχηματίζεται μεγάλος καταρράκτης στο πλάτος του οποίου λειτουργούν σε σειρά επτά αλευρόμυλοι που περιορίζουν τη βόρεια όχθη της λίμνης. Στη νότια όχθη της φαίνεται σπήλαιο από το οποίο εκβάλλει, κατά την περίοδο των μεγάλων βροχοπτώσεων, ορμητικός και ογκώδης χείμαρρος. Έτσι, όταν τα νερά της λίμνης κατακλύζουν σε υπέρμετρο βαθμό τους μύλους, οι μυλωνάδες τους εκκενώνουν εγκαίρως. Νερά του ποταμού καταλήγουν στον χώνο στον οικισμό Χώνος Μυλοπόταμου, στα δυτικά της λίμνης. Στη λίμνη υπήρχε πλήθος ψαριών, τα οποία οι ντόπιοι ψάρευαν λόγω άγνοιας με τη χρήση του φυτού «φλόμος» που τα ζάλιζε, δηλητηριάζοντας όμως έτσι το νερό. Στην εποχή του Σταυράκη έχει ήδη απαγορευτεί αυτό το είδος αλιείας (Σταυράκης 1890, σ. 20-21 και 50-51).

Φόδελε / Φοδελιανός / Παντομούτριος: Για τον ποταμό Φόδελε ο Francesco Barozzi  (1577/78) σημειώνει ότι απέχει είκοσι μίλια από τον Χάνδακα και χύνεται δυτικά από το λιμανάκι της Ατάλης (Barozzi 2004, σ. 269 και 327). Είναι πιθανό ο Barozzi να κάνει λάθος, καθώς η παραλία του Φόδελε απέχει περισσότερο από 30 χιλιόμετρα από το λιμανάκι της Ατάλης (Μπαλί). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει ότι ο ποταμός Φόδελε βρίσκεται στην περιφέρεια του Ρεθύμνου κινεί μύλους έχει συνεχή ροή και καλό και άφθονο νερό. Σύμφωνα με τον Σπανάκη, ο ποταμός Φόδελε ονομάζεται και Παντομούτριος (Σπανάκης V, 1969, σ. 35). Ο ποταμός Φόδελε ως  «Fodele F.» σημειώνεται στον χάρτη της ακτής του Φόδελε (Basilicata αρ. VI).

Ποταμός Ατάλης: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως στο λιμανάκι της Ατάλης υπάρχει ένας ποταμός με άφθονο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 35).

Ποταμός Αρίου / Αρκάδι / Αρκαδιώτης / Γεροπόταμος / Μυλοπόταμος: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) αναφέρει το ποτάμι του Αρίου (Αρκαδιώτη) και τον Μυλοπόταμο σαν να πρόκειται για διαφορετικά ποτάμια, καθώς γράφει πως, αφού αυτός και οι συνοδοιπόροι του συνάντησαν το ποτάμι του Αρίου, είδε στα δεξιά του τα υψώματα που διαπερνά ο Μυλοπόταμος (Buondelmonti 2002, σ. 38). Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Αρκάδι βρίσκεται 18 μίλια ανατολικά του Ρεθύμνου και κυλά από τη νότια πλευρά του όρμου Ατάλης (Μπαλί) προς τα δυτικά (Barozzi 2004, σ. 269 και σ. 327). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Αρκάδι απέχει από την πόλη του Ρεθύμνου δέκα μίλια, κινεί κάμποσους μύλους και έχει συνεχή ροή και άφθονο νερό. O Σπανάκης ταυτίζει τους ποταμούς Αρκάδι και Μυλοπόταμο (Σπανάκης V, 1969, σ. 35). Η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) αναφέρει τον ποταμό «Πέργαμο», ο οποίος, όπως γράφει, ελίσσεται σαν φίδι ανάμεσα στα λιβάδια (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 126). Ο Σταυράκης (1890) αναφέρει τα δύο ονόματα του ποταμού, Μυλoπόταμος και Γεροπόταμος, και σημειώνει ότι δεν ξεραίνεται το καλοκαίρι (Σταυράκης 1890, σ. 20 και σ. 48).

Ποταμός Πλατανιάς: Ο Francesco Barozzi σημειώνει πως ο Πλατανιάς έχει πολλά νερά και χύνεται τρία μίλια ανατολικά του Ρεθύμνου (Barozzi 2004, σ. 270 και 328). Στον χάρτη της ακτής ανατολικά του Ρεθύμνου του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. VIII) σημειώνεται ο ποταμός Πλατανιάς ως «Platanea F.» και αποδίδεται η γέφυρα που τον διασχίζει· ανατολικότερα, στην περιοχή της Σκαλέτας σημειώνεται και ένας χείμαρρος. Παραδόξως, ο Basilicata, μολονότι έχει σημειώσει στον χάρτη τον Πλατανιά, δεν τον αναφέρει στην έκθεσή του (1630). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο ποταμός Πλατανιάς ή Πλατανές εκβάλλει στην παραλία στο μέσο περίπου μεταξύ Ρεθύμνου και Σκαλέτας (Σταυράκης 1890, σ. 20-21). Στον ποταμό Πλατανιά, βόρεια από την έξοδο του Πρασσανού φαραγγιού, βρίσκεται η δίτοξη, μεσαίου μεγέθους, βενετική γέφυρα στην οποία υπάρχουν δύο οικόσημα και επιγραφή με τη χρονολογία 1582 (Gerola IV, σ. 244-245, αρ. 290-291). Το 1884 οικοδομήθηκε από τον μηχανικό Βολανάκη νέα γέφυρα στον Πλατανιά και κατασκευάστηκε ρείθρο για να απομακρύνει το νερό σε περίπτωση υπερχείλισής του. Όπως γράφεται στην εφημερίδα Αρκάδιον αρκετοί κάτοικοι της περιοχής αμφισβητούσαν τις αντοχές του έργου. Ωστόσο, οι πρώτες ισχυρές βροχές απέδειξαν την σταθερότητα της κατασκευής. Την καταλληλότητα της γέφυρας επιβεβαίωσε και ο μηχανικός της γενικής διοικήσεως, ο οποίος επισκέφτηκε την Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1885 (εφημ. Αρκάδιον 5/10/1884, 20/10/1884 και 23/2/1885).

Πετρές / Πετρέας: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει για τον Πετρέ ότι πρόκειται για μεγάλο ποτάμι δέκα μίλια δυτικά του Ρεθύμνου (Barozzi 2004, σ. 269 και 327). Ο Πετρές σημειώνεται ως «Petrea»  στον χάρτη της ακτής Αλμυρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. X). O Basilicata (1630) αναφέρει πως ο Πετρές απέχει από την πόλη του Ρεθύμνου 12 μίλια προς τα δυτικά έχει αρκετά καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 35). Μικρή αναφορά στον ποταμό Πετρέ κάνει και ο Νικόλαος Σταυράκης (Σταυράκης 1890, σ. 19).

Μουσελάς / Μουρσελλάς: O Francesco Barozzi (1577/78) καταγράφει τον Μουσελά ως ποτάμι όχι ιδιαίτερα μεγάλο, το οποίο απέχει από το Ρέθυμνο 13 μίλια προς τα δυτικά και χωρίζει την επαρχία Ρεθύμνου από την επαρχία Αποκόρωνα (Barozzi 2004, σ. 269 και 327). Στον χάρτη της ακτής Αλμυρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. X) σημειώνονται ποτάμια και χείμαρροι, ανάμεσά τους και ο Μουσελάς ως «Mussela F.». Ο Basilicata (1630) σημειώνει για τον ποταμό Μουσελά ότι βρίσκεται προς τα δυτικά, σχεδόν στη μέση της παραλίας του Ρεθύμνου∙ αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ρεθύμνου και Χανίων, κινεί μύλους και έχει νερό αρκετά καλό που τρέχει συνεχώς (Σπανάκης V, 1969, σ. 36). Ο Robert Pashley (1836) αναφέρει ένα μικρό ποτάμι ανάμεσα στα χωριά Δράμια και Επισκοπή, το οποίο αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των επαρχιών Ρεθύμνου και Αποκόρωνα (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 77). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο ποταμός Μουρσελλάς πηγάζει από την Ασή Γωνιά και εκβάλλει κοντά στα Δράμια και αποτελεί το σύνορο μεταξύ των επαρχιών Ρεθύμνου και Αποκορώνου (Σταυράκης 1890, σ. 19).

Αλμυρός / Αρμυρός Αποκόρωνα: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει πως ο ποταμός Αλμυρός Αποκόρωνα βρίσκεται 18 μίλια μακριά από το Ρέθυμνο και πηγάζει από μια φλέβα μισό μίλι μακριά από τη θάλασσα. Το ποτάμι αυτό κινεί πολλούς μύλους. Στο στόμιό του υπάρχει νησίδα με μια εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Κυριακή·  εκεί μπορούν να αγκυροβολήσουν δυο γαλέρες (Barozzi 2004, σ. 269 και 327). Στον χάρτη της ακτής Αλμυρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. X) σημειώνονται οι ποταμοί Καμάρα ως «Camara F.» και Αλμυρός, λίγο πιο ανατολικά, ως «Armiro». Ο Basilicata (1630) σημειώνει πως το ποτάμι βρίσκεται 18 μίλια μακριά από το Ρέθυμνο, προς τα δυτικά, δημιουργείται από νερά που είναι αλμυρά, επειδή αναβλύζουν στην πεδιάδα μισό μίλι κοντά στη θάλασσα, και κινεί κάμποσους μύλους∙ κάποιες φορές ενώνεται με τον ποταμό Καμάρα (Σπανάκης V, 1969, σ. 36). Ο Franz Sieber (1817) χαρακτηρίζει τον Αλμυρό ποταμάκι που καταλήγει στον κόλπο της Γεωργιούπολης (Sieber 1994, σ. 135). Ο Robert Pashley (1837) αναφέρει ποτάμι στην περιοχή του Αποκόρωνα, το οποίο πηγάζει από τα Λευκά Όρη και στις όχθες του αναβλύζει αλμυρή πηγή (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 74). Ο Charles Rochfort Scott (1834) εξηγεί πως ο ποταμός έχει ονομαστεί έτσι λόγω των πολυάριθμων φημισμένων πηγών μεταλλικού νερού που αναβλύζουν στη γύρω περιοχή· σχολιάζει ακόμα πως ίσως, από κάποια ιδιοτροπία της μόδας, οι πηγές αυτές επισκιάσουν στο μέλλον ακόμα και τη φήμη των Spa, Selzer και Langen Schwalbach και πως σίγουρα είναι αρκετά πλούσιες για να καθαρίσουν του χολικούς αγωγούς όλων των υποχονδριακών της χριστιανοσύνης. Τα νερά που συγκεντρώνονται σχηματίζουν ένα βαθύ ποταμό, ορμητικό και απροσπέλαστο, και η βοή τους ακούγεται μέχρι πολύ μακριά θυμίζοντας καταρράκτη (Scott 1995, σ. 97-98). O Thomas Spratt (1851) σημειώνει πως ο Αλμυρός είναι βαθύς ποταμός με υφάλμυρο νερό· περιγράφει αμέτρητες πηγές που αναβλύζουν από τη βάση του λόφου, ένα μίλι από τη θάλασσα, κοντά στα ερείπια φρουρίου σχηματίζοντας μικρό ποτάμι, το οποίο ρέει στην κοιλάδα του Αποκόρωνα διασχίζοντας ένα φαράγγι (Spratt 2007, Β΄, σ. 170). Αναφορά στον ποταμό Αλμυρό Χανίων κάνει και η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) (2008, σ. 279). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο Αλμυρός βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του ομώνυμου κόλπου σε ύψος 13 μέτρων από τη θάλασσα και σχηματίζει ρυάκια μήκους 1-2 χιλιομέτρων μέχρι τη θάλασσα (Σταυράκης 1890, σ. 19 και 50).

Καμάρα / ποταμός των Βρυσών: Ο Francesco Barozzi (1577/78) καταγράφει, αμέσως δυτικά του Αλμυρού, τον ποταμό Μπούτακα και στη συνέχεια τον ποταμό Καμάρα. Όπως παρατηρεί και Στέφανος Κακλαμάνης, ίσως ο βενετοκρητικός λόγιος να έχει καταγράψει ως δυο ποτάμια τα δύο ονόματα του ίδιου ποταμού (Barozzi 2004, σ. 269). Στον χάρτη της ακτής Αλμυρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. X) σημειώνονται ο ποταμός Καμάρα ως «Camara F.» και λίγο πιο ανατολικά ο Αλμυρός ως «Armiro». Ο Basilicata (1630) σημειώνει πως ο ποταμός που ονομάζεται Καμάρα λόγω της αρχαίας γέφυρας που οδηγεί στα Χανιά, καμιά φορά ενώνεται με τον Αλμυρό (Σπανάκης V, 1969, σ. 36). Ο Charles Rochfort Scott (1834) σημειώνει πως σε τρία περίπου μίλια από τον Αλμυρό υπάρχουν νερόμυλοι και μια γραφική παλιά γέφυρα που επιτρέπει το πέρασμα στην αριστερή όχθη του ποταμού (Scott 1995, σ. 97-98). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως κοντά στον Αλμυρό ποταμό βρίσκεται ο ποταμός των Βρυσών, που πηγάζει από τις Βρύσες Αποκορώνου (Σταυράκης 1890, σ. 19).

Ξυδές / Ξειδές / Ξυδάς: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει τον ποταμό Ξυδά δυτικά του ποταμού Καμάρα (Barozzi 2004, σ. 270). Στον χάρτη της ακτής του Αποκόρωνα του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. XI) σημειώνεται ο ποταμός Ξυδάς ως «Xidha. F.» να εκβάλλει σε τρία σημεία στη θάλασσα∙ σημειώνονται ακόμα οι μύλοι που λειτουργούσαν στις εκβολές του. Στα δυτικά του σημειώνονται ο χείμαρρος Αναβρέτης ως «Anavreti T.» και ο ποταμός Κοιλιάρης ως «Chigliari. F.». Ο Basilicata (1630) σημειώνει πως ο ποταμός Ξυδάς βρίσκεται κάτω από το φρούριο του Αποκόρωνα. Κινεί μύλους και έχει αφθονότατο και άριστο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 36). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο ποταμός Ξειδές πηγάζει από τους Αρμένους και περνά μέσα από τον οικισμό Καλύβες (Σταυράκης 1890, σ. 18).

Κυλιάρης / Κοιλιάρης: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει ότι ο ποταμός Κοιλιάρης κατεβαίνει από τα Λευκά Όρη μέσα από υπόγειες κοιλότητες και ξαναβγαίνει πολύ κρύος, από πολλά ανοίγματα του εδάφους, κοντά στον οικισμό Στύλος. Γίνεται πολύ γρήγορα ένα ποτάμι αδιάβατο. Σημειώνει ακόμα ότι λίγο πιο μακριά βρίσκεται ένα ακόμα ποτάμι, το Λικαρδιό (Λιτσάρδα), το οποίο πηγάζει από τις ίδιες τρεις φυσικές πηγές και ύστερα από μια σύντομη διαδρομή ρίχνεται ορμητικά στη θάλασσα (Buondelmonti 2002, σ. 37). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει ότι το ποτάμι πηγάζει από τον οικισμό Στύλος, που απέχει από το φρούριο του Αποκόρωνα ενάμισι μίλι. Κινεί μύλους και έχει αφθονότατο και άριστο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 36-37). Στον χάρτη της ακτής του Αποκόρωνα (Basilicata αρ. XI) σημειώνεται ο ποταμός Κοιλιάρης ως «Chigliari. F.» και στα ανατολικά του σημειώνονται ο χείμαρρος Αναβρέτης ως Anavreti T(orente) και ο ποταμός Ξυδάς ως «Xidha. F.». Ο Franz Sieber (1817) σημειώνει πως κοντά στις Καλύβες ρέει μικρό ποτάμι που ονομάζεται Κοιλιάρης (Sieber 1994, σ. 122). Ο Robert Pashley (1837) αναφέρει στενό και ορμητικό ποτάμι στην πεδιάδα του Αποκόρωνα, το οποίο πηγάζει από τις γεμάτες με δροσερό νερό πηγές κοντά στον οικισμό Στύλος (Pashley 1991, τ.Α΄, σ. 67). Το Φεβρουάριο του 1885 ο μηχανικός της γενικής διοικήσεως έλεγξε την γέφυρα του ποταμού και επιβεβαίωσε την καταλληλότητά της (εφημ. Αρκάδιον 23/2/1885). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο ποταμός Κοιλιάρης πηγάζει από το Στύλο και εκβάλλει δυτικά των Καλυβών (Σταυράκης 1890, σ. 18).

Κλαδισός / Όδερος: Η διαχείριση των νερών του Κλαδισού είχε απασχολήσει τις βενετικές αρχές κατά την οργάνωση του εποικισμού του δυτικού άκρου της Κρήτης. Στο έγγραφο της Παραχώρησης Χανίων (Consessio Chanee), το 1252, επιδεικνύεται ιδιαίτερη μέριμνα για την κατανομή της περιοχής δυτικά των Χανίων, την οποία διασχίζει ο ποταμός Κλαδισός, λόγω του εύφορου εδάφους και της γειτνίασης με την πόλη. Στο έγγραφο της παραχώρησης ορίζεται πως σε αυτή την περιοχή όλα τα νερά, οι πέτρες και τα ξύλα θα παραμείνουν κοινά προς εκμετάλλευση μεταξύ των κατόχων γης και του δημοσίου (Gasparis 2008, σ. 34-35). Έναν αιώνα αργότερα, το 1352, καταγράφεται αντιπαράθεση για την χρήση των νερών, καθώς δεν επαρκούν για όλους τους καλλιεργητές της γύρω περιοχής (Γάσπαρης 1997, σ. 108, υποσ. 44).

Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) περιγράφει γλαφυρά τον Κλαδισό και την γύρω περιοχή. Σημειώνει πως ο ποταμός πηγάζει από τα Λευκά Όρη που καλύπτονται με χιόνι σε όλη τη διάρκεια του έτους∙ ο ποταμός καταλήγει στην τόσο εύφορη πεδιάδα αφού περάσει από σπηλαιώδεις κοιλότητες και κατέβει από κρημνώδη ύψη. Για την καλλιέργεια στις όχθες του ποταμού παρατηρεί πως οι κάτοικοι χωρίζουν το ρεύμα του ποταμού σε πολύ μεγάλο αριθμό αρδευτικών καναλιών και παράγουν διάφορα αγροτικά προϊόντα και κυρίως άφθονα λαχανικά. Προς τα δυτικά υπάρχουν αμέτρητα περιβόλια με νεραντζιές, κιτριές και άλλα καρποφόρα δέντρα, στα ανατολικά υπάρχουν αμπελώνες που παράγουν το φημισμένο κόκκινο κρασί καθώς και σπαρμένα χωράφια. Στο ποτάμι υπάρχει εξαιρετικό ψάρι. Στα νότια, στο μικρό έλος της Αγιάς υπάρχουν υδρόβια πουλιά (Buondelmonti 2002, σ. 35-36).

Ο Francesco Barozzi (1577/78) αναφέρει τον ποταμό Κλαδισό μετά τον Κερίτη και πριν από τον Πλατανιά ακολουθώντας κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (Barozzi 2004, σ. 270). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως απέχει από την πόλη των Χανίων περίπου ενάμισι μίλι προς τα δυτικά, έχει καλό νερό και συνεχή ροή. Σύμφωνα με τον Σπανάκη, ο Κλαδισός ταυτίζεται με τον αρχαίο Όδερο (Σπανάκης V, 1969, σ. 37). Στα 1783, οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas σημειώνουν ότι πέρασαν τον Κλαδισό ποταμό από μια μικρή πέτρινη γέφυρα (Bonneval – Dumas 2000, σ. 123). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει τον Κλαδισό δυτικά των Χανίων και πριν από τον Πλατανιά. Προσθέτει ότι πρόκειται για ποτάμι που δεν ξεραίνεται το καλοκαίρι (Σταυράκης 1890, σ. 17 και 48).

Πλατανιάς / Κερίτης / Ιάρδανος: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) αναφέρει ότι ο ποταμός Πύκνος στην Κυδωνία ονομαζόταν Πλατανιάς καθώς γύρω του υπήρχαν αμέτρητα πλατάνια και προσθέτει ότι από το ποτάμι ήταν ορατό το νησάκι Θοδωρού ή Άγιοι Θεόδωροι (Buondelmonti 2002, σ. 35). Ο Francesco Barozzi (1577/78) αναφέρει τον ποταμό Πλατανιά μετά τον Κλαδισό ακολουθώντας κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Σημειώνει ακόμα τον Κερίτη (Chieritti) ως άλλο ποταμό ανατολικά του Κλαδισού, μολονότι ο Πλατανιάς αποτελεί τη συνέχεια του Κερίτη (Barozzi 2004, σ. 270). Ο γενικός προνοητής Benetto Moro, σε έκθεσή του το 1602, αναφέρει ότι ένας από τους λόγους κατασκευής του φρουρίου στη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων ήταν η αποτροπή υδροδότησης των εχθρικών πλοίων από τον ποταμό Πλατανιά. Ο ίδιος αμφισβητεί πάντως την επάρκεια του φρουρίου σε σχέση με αυτό (Σπανάκης IV, 1958, σ. 51-52).

Στον χάρτη της ακτής απέναντι από το νησάκι Θοδωρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. 15) σημειώνεται ο ποταμός Πλατανιάς ως «Platanea. F.A.B.C., το οποίο πιθανότατα σημαίνει «Fiume con acqua abondantissima buona et continua». Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως το ποτάμι  πηγάζει από την πεδιάδα της Αγιάς και χύνεται κοντά στο νησάκι του Αγίου Θεοδώρου, ένα από τα δύο του συμπλέγματος των Αγίων Θεοδώρων. Κινεί μύλους, έχει αφθονότατο, καλό νερό και συνεχή ροή. Σύμφωνα με τον Σπανάκη, ο Πλατανιάς ταυτίζεται με τον ομηρικό Ιάρδανο (Σπανάκης V, 1969, σ. 37). Στον χάρτη του Basilicata σημειώνονται δυτικά του Πλατανιά τα υδάτινα ρεύματα Γεράνι (Gerani), Ταυρωνίτης (Tavronitis), Σκουτελώνας (Scutelona) και Σπηλιά (Spiglia) και ανατολικά του ο Στούπαχης (;) (Stupachi), χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Πιθανόν πρόκειται για χειμάρρους. Οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas (1783) σημειώνουν για τον ποταμό Πλατανιά ότι έχει μεγάλο όγκο νερού σε όλη τη διάρκεια του έτους. Όταν ανεβαίνει η στάθμη του νερού, πλημμυρίζει την κοιλάδα που διατρέχει. Η κοιλάδα αυτή χαρακτηρίζεται από έλη, για αυτό και είναι ανθυγιεινή το καλοκαίρι (Bonneval – Dumas 2000, σ. 125).

Ο Thomas Spratt (1851) ταυτίζει τον Πλατανιά με τον αρχαίο Ιάρδανο και σημειώνει ότι στη δυτική πλευρά του ποταμού υπάρχουν αρχαιότητες (Spratt 2007, Β΄, σ. 193-194). Η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) χαρακτηρίζει τον Πλατανιά μικρό και χαριτωμένο ποταμό. Σημειώνει ότι πηγάζει από τα Λευκά Όρη, ρέει μέσα από τα χωριά Θέρισο και Λάκκοι και καταλήγει στη θάλασσα απέναντι από το νησάκι του Αγίου Θεοδώρου. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της δυτικής Κρήτης και, κατά την Ελπίδα Μέλαινα, τον χειμώνα τα νερά του φουσκώνουν λόγω των τροπικών βροχών και μπορεί να παρασύρουν άνθρωπο ή ζώο. Η ίδια ταυτίζει το ποτάμι με τον ομηρικό Ιάρδανο (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 143). Το 1885 ο μηχανικός της γενικής διοικήσεως επισκέφτηκε την Κρήτη για να επιβλέψει δημόσια έργα∙ υποστήριξε ότι η γέφυρα του Πλατανιά δεν είχε κατασκευαστεί στη σωστή θέση. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η γέφυρα θα προκαλέσει πολλά έξοδα στον δήμο, γιατί το έδαφος της περιοχής είναι αμμώδες και εξαιτίας αυτού έχουν καταρρεύσει ποικίλες φορές τμήματα της γέφυρας και ότι χρειάζεται να προστεθούν αντηρίδες στη γέφυρα στην γέφυρα και να οικοδομηθεί τοίχος στις όχθες του ποταμού, ώστε να περιοριστεί ο κίνδυνος μετατόπισης της κοίτης του ποταμού (εφημ. Αρκάδιον 23/2/1885).  Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει τον ποταμό Πλατανιά δυτικά του Κλαδισού. Προσθέτει ότι πρόκειται για ποτάμι που δεν ξεραίνεται το καλοκαίρι (Σταυράκης 1890, σ. 17 και 48).

Ταυρωνίτης: O Cristoforo Buondelmonti (1415) αναφέρει το ρεύμα του Ταυρωνίτη (Buondelmonti 2002, σ. 35). Ο Francesco Barozzi (1577/78) αναφέρει τον ποταμό Ταυρωνίτη μετά τον Πλατανιά ακολουθώντας κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (Barozzi 2004, σ. 270). Στον χάρτη της ακτής απέναντι από το νησάκι Θοδωρού του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. XV) αποτυπώνεται το υδάτινο ρεύμα Ταυρωνίτης ως «Tavronitis» χωρίς άλλους προσδιορισμούς. Ωστόσο, ο Basilicata δεν το αναφέρει στην έκθεση του 1630, πιθανόν γιατί το θεωρεί χείμαρρο (Σπανάκης V, 1969). Οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas (1783) σημειώνουν για τον Ταυρωνίτη ότι είναι χείμαρρος, ο οποίος σχηματίζεται ταχύτατα στην περίοδο των βροχών και γίνεται επικίνδυνος (Bonneval – Dumas 2000, σ. 125). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) επισημαίνει ότι ο Ταυρωνίτης χωρίζει την επαρχία Κυδωνίας από την επαρχία Κισάμου (Σταυράκης 1890, σ. 17).

Νοπήγιας / Νοπίγια / Κολένης: O Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει ότι στα Νοπίγια υπάρχει μικρό ρεύμα με εκτεταμένες καλλιέργειες κοντά στην πηγή και στις όχθες του (Buondelmonti 2002, σ. 34). Ο Francesco Barozzi (1577/78) αναφέρει τον ποταμό Νοπίγια (Anopigia) μετά τον Σπηλιά ακολουθώντας κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά (Barozzi 2004, σ. 270). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως βρίσκεται στην παραλία του Καστελίου Κισάμου και κινεί μύλους (Σπανάκης V, 1969, σ. 37). Στον χάρτη του κόλπου Κισάμου (Basilicata αρ. XVII) απεικονίζεται ο ποταμός Νοπήγιας ως «Nopia F.A.B.C.» και στα δυτικά του σημειώνονται τα υδάτινα ρεύματα Κακοπερατός (Caccoperatos), Καμάρα (Camara) και Μεσόγεια (Messogia). Ο Robert Pashley (1837) σημειώνει πως ένα ποτάμι ρέει δυτικά του οικισμού Νοπία (Pashley 1991, τ. Β΄, σ. 30).  Οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas αναφέρουν τον Νοπιλλανό ποταμό, τον οποίον διασχίζουν από μια πέτρινη γέφυρα (Bonneval – Dumas 2000, σ. 131. )Ο Νικόλαος Σταυράκης σημειώνει ότι ο ποταμός Κολένης εκβάλλει στα Νοπήγια (Σταυράκης 1890, σ. 16).

Κακοπέρατος / Κακόπετρος: Στον χάρτη του κόλπου Κισάμου του Francesco Basilicata απεικονίζεται το ρεύμα Κακοπέρατος δυτικά του ποταμού Νοπήγια (Basilicata αρ. XVII). Ο Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Κακοπέρατος απέχει δύο μίλια από τον Ντοπρονέα έχει καλό, άφθονο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 37). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει ότι ο ποταμός Κακόπετρος εκβάλλει ανάμεσα στους οικισμούς Δραπανιά και Καστέλι (Σταυράκης 1890, σ. 16).

Ντοπρονέα: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Ντοπρονέα βρίσκεται στην παραλία του Καστελίου Κισάμου και έχει καλό, άφθονο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 37). Ο Ντοπρονέα δεν αποτυπώνεται στον χάρτη της παραλία Κισάμου του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. XVII), εκτός αν ταυτίζεται με το υδάτινο ρεύμα Καμάρα (Camara).

Τυφλός: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει τον ποταμό Τυφλό δυτικά του ποταμού Νοπήγια. Ίσως ταυτίζεται με τον Κακοπέρατο ή τον ποταμό Καμάρα (Barozzi 2004, σ. 270, υποσ. 297). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) αναφέρει ότι ο Τυφλός βρίσκεται μεταξύ Κολένη (Νοπήγια) και Κακόπετρου και δεν ταυτίζεται με τον Καμαριανό, τον οποίο καταγράφει στη συνέχεια (Σταυράκης 1890, σ. 16).

Ποταμός στο Σφηνάρι: Ο Francesco Basilicata (1630) καταγράφει πως στα δυτικά της Κρήτης χύνονται στη θάλασσα δύο ποταμοί που ονομάζονται Ποταμός στο Σφηνάρι. Κινούν μύλους, έχουν άφθονο, καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 37).

Ποταμός στα Γραμμένα: Ο ποταμός στα Γραμμένα απεικονίζεται στον χάρτη του κάστρου του Σέλινου του Francesco Basilicata ως «Sta Gramena F.» (Basilicata αρ. IXX) να διατρέχει την κοιλάδα και να εκβάλλει στα δυτικά του κάστρου. Ωστόσο, ο ποταμός δεν αναφέρεται στην έκθεση του Basilicata (1630) (Σπανάκης V, 1969).

Βλιθιάς / Βλητές / Βληθιανός / Κακοδικιανός / Στράτος: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει το ποτάμι του Σελίνου, ωστόσο δεν είναι σαφές αν εννοεί τον ποταμό Βλιθιά ή τον ποταμό Σόγια (Barozzi 2004, σ. 270, υποσ. 298). Στον χάρτη του κάστρου του Σέλινου του Francesco Basilicata απεικονίζεται ο ποταμός Βλιθιάς ως«Vlithea F.» να διατρέχει την κοιλάδα της Καντάνου (Val de Candano) και να εκβάλλει στα ανατολικά του κάστρου (Basilicata αρ. IXX). Ο Basilicata (1630) αναφέρει πως το ποτάμι Βληθιάς στη νότια Κρήτη, στο Καστέλι Σέλινου, κινεί μύλους, είναι πλουσιότατο σε νερό άριστο και έχει συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 38). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει τον χείμαρρο που πηγάζει από τον οικισμό Κακοδίκι και χύνεται στα ανατολικά της χερσονήσου του Σελίνου (Σταυράκης 1890, σ. 31).

Σόγια: O Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο ποταμός Σόγια κινεί μύλους και έχει αφθονότατο, άριστο νερό και συνεχή ροή. Ο Σπανάκης σημειώνει ότι το 1969 το ποτάμι είχε πια εποχική ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 38).

Άγιος Παύλος και Αγία Ρουμέλη: O Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει πως κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Παύλου αναβλύζει μεγάλη ποσότητα παγωμένου νερού. Προσθέτει πως ο Άρνος με δυσκολία μπορεί να περηφανευτεί πως έχει τη διπλάσια (Buondelmonti 2002, σ. 29). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως ο Άγιος Παύλος και η Αγία Ρούμελη είναι ποτάμια από τα οποία υδρεύονται κάποιες φορές οι γαλέρες. Κινούν μύλους, έχουν άφθονα καλά νερά και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 38).

Μασάλας: O Cristoforo Buondelmonti (1415) σημειώνει πως οι χωρικοί ρίχνουν στο Μασάλα κορμούς κυπαρισσιών ώστε να κατέβουν στη θάλασσα χωρίς κόπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του, ο Μασάλας βρίσκεται μεταξύ Λουτρού και Αγίου Παύλου (Buondelmonti 2002, σ. 29).

Ποταμός Σφακίων: Ο Francesco Barozzi σημειώνει το ποτάμι των Σφακίων (Barozzi 2004, σ. 270, υποσ. 298).

Βάι: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως σε απόσταση 7 μιλίων από το Φραγκοκάστελλο Χανίων, στην περιοχή που λέγεται Βάι (ο Σπανάκης δεν την ταυτίζει) υπάρχουν δυο ποτάμια με άφθονο και καλό νερό (Σπανάκης V, 1969, σ. 38).

Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει μια σειρά από ποτάμια στο δυτικό τμήμα της νότιας ακτής από τα Σφακιά μέχρι τον Μεγάλο Ποταμό στην Πρέβελη: Κομιτιανό φαράγγι, Κολοκασιανό φαράγγι, το οποίο χωρίζει την περιοχή των Χανίων από του Ρεθύμνου, Σκαλοτιανό φαράγγι, Αργουλιανό φαράγγι, Κόρακας του Ροδάκινου, ποτάμι του Φοίνικα, ποτάμι της Αλύρτου (fiume di Mirtio) (Barozzi 2004, σ. 271 και 328).

Μεγάλος Ποταμός / Μέγας Ποταμός / Κουρταλιώτης / Πρέβελης: Ο Francesco Barozzi σημειώνει τον Μέγα Ποταμό (Barozzi 2004, σ. 271 και 328). Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει ότι είναι σπουδαιότατος ποταμός του Βασιλείου της Κρήτηςχωριό. Κινεί μύλους, έχει νερό τελειότατο, άριστο και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 39). Στα 1783, οι Philippe de Bonneval και Matheu Dumas σημειώνουν ότι ο το ποτάμι που ονομάζεται Μεγαπόταμος σχηματίζεται από ένα ρυάκι κάτω από το χωριό Σπήλι και από μια πηγή ή υπόγειο ποτάμι που αναβλύζει στην κοιλάδα, στους πρόποδες του βουνού. Το ποτάμι, που έχει μεγάλο όγκο νερού όλο τον χρόνο, εκβάλλει στον ανατολικό όρμο σχηματίζοντας λιμανάκι για τα πλοία (Bonneval – Dumas 2000, σ. 112-115). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως ο Μέγας Ποταμός πηγάζει από το περίφημο Κουρταλιώτικο φαράγγι (Σταυράκης 1890, σ. 29).

Λίγρες: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως οι Λίγρες είναι ποτάμι που κινεί μύλους έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 39).

Πλατύς Ποταμός: Σύντομη αναφορά στο ρεύμα του ποταμού της Αγίας Γαλήνης κάνει ο Cristoforo Buondelmonti (1415) (Buondelmonti 2002, σ. 27). Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει τον Πλατύ Ποταμό στα ανατολικά του Μεγάλου Ποταμού∙ ο Πλατύς Ποταμός πηγάζει από τον Ψηλορείτη και εκβάλλει στην Αγία Γαλήνη (Barozzi 2004, σ. 271 υποσ. 305 και σ. 328). Ο ποταμός της Αγίας Γαλήνης σημειώνεται στον χάρτη της ακτής της Πυργιώτισσας του Francesco Basilicata ως «Santo Galini F.» (Basilicata αρ. XXIII). Οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas (1783) καταγράφουν τον Πλατύ ποταμό χωρίς να παραθέτουν άλλα στοιχεία (Bonneval – Dumas 2000, σ. 110). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει ότι ο Πλατύς ποταμός χωρίζει την επαρχία Πυργιώτισσας από την επαρχία Αγίου Βασιλείου και εκβάλλει στο λιμάνι της Αγίας Γαλήνης (Σταυράκης 1890, σ. 28).

Γεροπόταμος Μεσσαράς / Μαλονίτης / Ληθαίος/ Μητροπολιανός: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) αναφέρει τον Ληθαίο ποταμό (Γεροπόταμο) και την πεδιάδα που απλώνεται γύρω του (Buondelmonti 2002, σ. 27 και σ. 50). O Francesco Basilicata (1630) σημειώνει ποτάμι που περνά από τη μέση της πεδιάδας της Μεσαράς και χύνεται κοντά στο Καστέλι Πυργιώτισσας. Παρατηρεί πως έχει συνεχή ροή, αλλά το νερό του δεν είναι καλό εξαιτίας της επεξεργασίας λιναριού (Σπανάκης V, 1969, σ. 39). Ο ποταμός Μαλονίτης απεικονίζεται στον χάρτη του Francesco Basilicata στην ακτή της Πυργιώτισσας ως «Malonitti F.» και δυτικά του σημειώνεται ένας χείμαρρος «Magiero T.», ο οποίος σχηματίζεται από δύο υδάτινα ρεύματα που ενώνονται λίγο πριν από την εκβολή τους στη θάλασσα  (Basilicata αρ. XXIII). Στα 1783, οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas σημειώνουν ότι ο Γεροπόταμος είναι στενός ποταμός και ότι συχνά η στάθμη του ανεβαίνει με αποτέλεσμα να πλημμυρίζει τις εκτάσεις στην αριστερή του όχθη (Bonneval – Dumas 2000, σ. 107-108). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει ότι ορισμένοι πιστεύουν πως ο ποταμός της Μητρόπολης είναι ο αρχαίος Ληθαίος (Spratt 2007, Α΄, σ. 416). Η Ελπίς Μέλαινα (1866-1870) ονομάζει τον Γεροπόταμο Ληθαίο και σημειώνει πως έχει λιγοστό νερό (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 179 και σ. 407). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει ότι ο Γεροπόταμος εκβάλλει στο Τυμπάκι (Σταυράκης 1890, σ. 28).

Αναποδάρης: Ο Cristoforo Buondelmonti (1415) χαρακτηρίζει τον Αναποδάρη φοβερό και ορμητικό∙ παρατηρεί ότι περνά μέσα από εκτεταμένες πεδιάδες και ψηλά βουνά και κατεβαίνει με βιαιότητα προς τη θάλασσα. Ονομάζεται Αναποδάρης γιατί πριν στραφεί νότια, κυλά προς τα βορειοανατολικά και φαίνεται σαν να κυλά ανάποδα (Buondelmonti 2002, σ. 26). Ο ποταμός Αναποδάρης απεικονίζεται στον χάρτη της ακτής Δερματά του Francesco Basilicata ως «Anapodari F.» (Basilicata αρ. XXVI). Ο Basilicata (1630) αναφέρει πως ο Αναποδάρης περνά μέσα από την κοιλάδα της Μεσαράς, έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 39). Ο Thomas Spratt (1851) σημειώνει ότι ο ποταμός Αναποδάρης είναι ο μεγαλύτερος της Κρήτης, αλλά το καλοκαίρι τα νερά του μειώνονται πάρα πολύ. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα πάντως ο Αναποδάρης μπορεί να μεταφέρει μεγάλα δέντρα στη θάλασσα. Ελίσσεται μέσα από χαλικώδη κοίτη και εκβάλλει στην παραλία (Spratt 2007, Α΄, σ. 382 και 416).

Τσούτσουρος / Τσούτσουρας / Μίντρης: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει την πηγή Σμαριδάκι στη θέση Τσούτσουρος, η οποία έχει άφθονο και καλό νερό (Σπανάκης V, 1969, σ. 39). Ο Thomas Spratt (1851) σημειώνει ότι ο ποταμός Τσούτσουρος ρέει όλο τον χρόνο και περιγράφει ότι κάποιοι ογκόλιθοι στο κάτω μέρος του φαραγγιού περιορίζουν την κοίτη του και το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα με δυνατή ροή. Το νερό του είναι κρυστάλλινο, κατάλληλο για τον εφοδιασμό πλοίων που ταξιδεύουν στην Αλεξάνδρεια (Spratt 2007, Α΄, σ. 432-433 και 444). Ο Νικόλαος Σταυράκης σημειώνει ότι ο ποταμός Τσούτσουρος εκβάλλει στη θάλασσα 22 μίλια δυτικά της Ιεράπετρας (Σταυράκης 1890, σ. 27)

Ποταμός Βιάννου: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως το ποτάμι που περνά από την κοιλάδα της Βιάννου κινεί μύλους, έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 39).

Κρυοπόταμος (φαράγγι Σαρακήνας): Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως το ποτάμι έρχεται από την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, έχει άριστο νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 39).

Χόντρος / Γεροπόταμος / Ποταμός Κερατόκαμπου: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει ότι το ποτάμι Χόντρος πηγάζει από τις ρίζες των Λασιθιώτικων βουνών. Κινεί μύλους κι έχει νερό καλό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει ένα μικρό ρυάκι που ρέει μέσα από φαράγγι και καταλήγει στον κόλπο Κέρατον∙ σε αυτό συγκεντρώνονται τα νερά από τη Βιάννο (Spratt 2007, B΄, σ. 381-382).

Παναγία της Άρβης / Άρβης: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως το ποτάμι Παναγία της Άρβης έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40). Στον χάρτη της ακτής της Μύρτου απεικονίζεται μόνο ο ομώνυμος ποταμός ως «Mirto F.A.B.C.» (Basilicata αρ. XXVII). Ο Νικόλαος Σταυράκης σημειώνει πως ο Άρβης πηγάζει από τον Πόρο του Ομαλού, διέρχεται από τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατά, Πεύκου και Αγίου Βασιλείου και εκβάλλει στην Άρβη (Σταυράκης 1890, σ. 27).

Φλάβος: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει πως ο Φλάβος έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40). Ίσως ταυτίζεται με τον χείμαρρο Φάφλαγκο τον οποίο αναφέρει ο Νικόλαος Σταυράκης (1890). Ο χείμαρρος Φάφλαγκος πηγάζει από τη θέση Κρύα Βρύση διέρχεται από την Άνω και Κάτω Σύμη και από το Καλάμι και εκβάλλει στον Φάφλαγκο (Σταυράκης 1890, σ. 27).

Μύρτος: Ο Francesco Barozzi (1577/78) σημειώνει ότι ο ποταμός Μύρτος, ο οποίος λέγεται και Μαλέας, χωρίζει την περιφέρεια της Σητείας από εκείνη του Χάνδακα (Barozzi 2004, σ. 271 και 328). Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει και εκείνος πως ο Μύρτος χωρίζει τα διαμερίσματα Χάνδακα και Σητείας∙ έχει καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης  V, 1969, σ. 40). Στον χάρτη της ακτής της Μύρτου του Basilicata απεικονίζεται μόνο ο ομώνυμος ποταμός ως «Mirto F.A.B.C.» (Basilicata αρ. XXVII). Ο Thomas Spratt (1851) περιγράφει την κοιλάδα του Μύρτου, η οποία εισχωρεί στην καρδιά των Λασιθιώτικων Βουνών∙ σημειώνει πως ο ποταμός Μύρτος που ρέει σε αυτήν αποτελεί το όριο ανάμεσα στις επαρχίες Σητείας και Ρίζου. Τα νερά του περιστρέφουν δύο ή τρεις μύλους κοντά στη θάλασσα, εκεί όπου περνάει ο κύριος παραλιακός δρόμος Ιεράπετρας-Χάνδακα (Spratt 2007, Α΄, σ. 369-370). Για τον Μύρτο ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως πηγάζει από το Καθαρό, διατρέχει τον οικισμό Χριστός, την κοιλάδα Αχλαδούρα και εκβάλλει στη θέση Πλατανάκια (Σταυράκης 1890, σ. 27). 

Ποταμός, Κεντρί και Καλόγερος: Ο Francesco Basilicata (1630) αναφέρει ότι στην παραλία της Ιεράπετρας εκβάλλουν τα ποτάμια Καλόγερος, Κεντρί και Ποταμός που έχουν καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40). Τα τρία αυτά υδάτινα ρεύματα σημειώνονται από τον Basilicata στον χάρτη της παραλίας της Ιεράπετρας στα δυτικά του κάστρου της Ιεράπετρας, ενώ ένα ακόμα υδάτινο ρεύμα με το όνομα Ποταμός (Potamus) σημειώνεται στα ανατολικά του κάστρου (Basilicata αρ. XXVIII). Στην ίδια περιοχή, δυτικά της Ιεράπετρας και μέχρι τον Μύρτο, ο Νικόλαος Σταυράκης τοποθετεί τα ποτάμια Ψυχρός, Στόμνιος και Λυγιάς (Σταυράκης 1890, σ. 27).

Αγία Φωτεινή: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως στο διαμέρισμα της Σητείας βρίσκεται το ποτάμι της Santa Lucia (Αγία Φωτεινή / Αγία Φωτιά) και το ποτάμι Λαγκαδάς που έχει πολύ και καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40). Στον χάρτη της ακτής της Santa Lucia του Basilicata απεικονίζεται το ομώνυμο υδάτινο ρεύμα (Basilicata αρ. IXXX). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει πως το ποτάμι Αγία Φωτιά αποτελεί το σύνορο των επαρχιών Σητείας και Ιεράπετρας (Σταυράκης 1890, σ. 27).

Λαγκαδάς: Ο Francesco Basilicata (1630) σημειώνει πως στο διαμέρισμα της Σητείας βρίσκεται το ποτάμι Λαγκαδάς που έχει πολύ και καλό νερό και συνεχή ροή (Σπανάκης V, 1969, σ. 40).

Λίμνη Κουρνά: Ο Robet Pashley (1837) αναφέρει πως, σύμφωνα με τους κατοίκους της περιοχής, η λίμνη δεν έχει άλλα ψάρια παρά μόνο χέλια από τα οποία βρίθει (Pashley 1991, τ. Α΄, σ. 75). Ο Thomas Spratt (1851) αναφέρει ότι η μοναδική λίμνη της Κρήτης βρίσκεται δύο μίλια νότια του Αλμυρού, κάτω από το χαμηλότερο παρακλάδι των βουνών του Ασκύφου, στον πυθμένα μιας κρατηροειδούς λεκάνης. Έχει μεγάλο βάθος και μήκος σχεδόν ένα μίλι. Περιβάλλεται από συστάδες θάμνων και χαμόκλαδων τα οποία κρέμονται από τις απότομες πλαγιές των γύρω λόφων. Το νερό είναι γλυκό και καθαρό σαν κρύσταλλο· ο Spratt εικάζει πως, αφού δεν εκβάλλει κανένας χείμαρρος στη λίμνη, η κύρια πηγή της μάλλον βρίσκεται στο βυθό της. Όταν οι βροχές εμπλουτίζουν τις πηγές του βουνού, αυξάνεται η ποσότητα του νερού που τροφοδοτεί τη λίμνη με αποτέλεσμα να ξεχειλίζει. Επειδή είναι βαθιά και απότομη, δεν έχει ελώδη ακτή. Ακόμα, αναφέρει και εκείνος πως δεν έχει άλλα ψάρια παρά μόνο χέλια (Spratt 2007, Β΄, σ. 173-174). Ο Νικόλαος Σταυράκης (1890) σημειώνει ότι η Κρήτη έχει λίγες και ασήμαντες λίμνες και πως η μόνη σημαντική είναι αυτή του Κουρνά, η οποία βρίσκεται κάτω από το ομώνυμο χωριό, στο ανατολικό διαμέρισμα Αποκορώνου, περίπου τρία χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της γωνίας του κόλπου του Αλμυρού. Τη χαρακτηρίζει ευρεία και βαθιά χοάνη χωρίς έξοδο, με γλυκό και διαυγές νερό, και αναφέρει και εκείνος πως στη λίμνη ψαρεύονται χέλια (Σταυράκης 1890, σ. 52).