Το όρος Ψηλορείτης (Ίδη) στο κέντρο του νησιού με κορυφή στα 2.456 μέτρα, τα Λευκά Όρη στα δυτικά με ψηλότερη κορυφή στα 2.454 μέτρα, στα ανατολικά η Δίκτη και τα Όρη Θρυπτής με μέγιστο ύψος 2.148 και 1.476 μέτρων αντίστοιχα, είναι οι τέσσερις βασικοί ορεινοί όγκοι της Κρήτης. Κατά τον χειμώνα, τα βουνά καλύπτονται από χιόνι. Τις πιο ψυχρές χρονιές το χιόνι στον Ψηλορείτη και στις κορυφές των Λευκών Ορέων δεν λιώνει παρά μόνο μετά τον Ιούνιο. Μαρτυρίες των προηγούμενων αιώνων επιβεβαιώνουν ότι το χιόνι διατηρούνταν σε μεγάλες ποσότητες στον Ψηλορείτη σε όλη τη διάρκεια του έτους:
Σε φιρμάνι με ημερομηνία 1 Φεβρουαρίου 1684 (15 Σαφέρ 1095) σχετικά με καταπιέσεις που υφίσταντο οι χριστιανοί, σημειώνεται πως υποχρεώνονταν τις ημέρες του καύσωνα να μεταφέρουν 6.300 φορτία χιόνι (Σταυρινίδης Γ΄, 1976, σ. 192-193, αρ. 773∙ Αϊβαλή κ.ά. 2010, σ. 508-509, αρ. 862).
Σε ιεροδικαστική καταχώριση με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1719 (24 Ζιλχιτζέ 1131) σημειώνεται πως η μεταφορά χιονιού κατά τους θερινούς μήνες για τη φιλανθρωπική κρήνη (σεμπίλ) του Melek İbrahim Paşa στον Χάνδακα είχε ανατεθεί στους κατοίκους του οικισμού Κάτω Ασίτες Μαλεβιζίου∙ το κόστος της μεταφοράς ήταν 165 γρόσια και ένα γρόσι αντιστοιχούσε σε ένα φορτίο χιονιού. Όταν κάτοικοι του Αγίου Μύρωνα Μαλεβιζίου ζήτησαν να δανειστούν 100 γρόσια από τα βακουφικά χρήματα, το ποσό τους δόθηκε υπό τον όρο να αναλάβουν τη μεταφορά χιονιού (Σταυρινίδης Δ΄, 1984, σ. 51-52, αρ. 1976).
Σύμφωνα με ιεροδικαστική καταχώριση με ημερομηνία 6 Μαΐου 1764 (5 Ζιλκαντέ 1177), ο el-Hac Mustafa Ağa, γιος του Mehmed, ίδρυσε κρήνη (σεμπίλ) στη συνοικία Σιβρί Τσεσμέ στον Χάνδακα. Στο αφιερωτήριο έγγραφο ορίζεται πως κατά τη θερινή περίοδο θα μεταφέρεται χιόνι στην κρήνη ώστε το νερό να παραμένει δροσερό. Για τον σκοπό αυτό ο ιδρυτής της κρήνης διέθεσε 100 γρόσια ετησίως (Σταυρινίδης Ε΄, 1985, σ. 230-231, αρ. 2807Α).
Σύμφωνα με ιεροδικαστική καταχώριση με ημερομηνία 2 Μαρτίου 1776, ο el-Hac İbrahim Ağa, γιος του Ebu Bekir, ίδρυσε σεμπιλχανέ κοντά στο τζαμί της Βαλιντέ Σουλτάν. Για να έχει η κρήνη κρύο νερό το καλοκαίρι, ζήτησε να αγοράζονται τέσσερα φορτία χιόνι κάθε μέρα από τη μέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου ως τη μέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου (Σταυρινίδης 1969, αρ. 13).
Η κρήνη του Καλοψούζ (Kalıpsız) οικοδομήθηκε το 1792 από τον el-Hac İsmail Ağa, γιο του Ali, της οικογένειας των Kalıpsız. Σύμφωνα με την αφιερωτήρια πράξη με ημερομηνία 2 Αυγούστου 1794, ο ιδρυτής φρόντισε να διαθέτει η κρήνη δροσερό νερό και κατά τους θερινούς μήνες. Για τον σκοπό αυτό, το καλοκαίρι, από τη μέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου ως τη μέρα της γιορτής του Αγίου Δημητρίου, θα αγοράζονταν τέσσερα φορτία χιόνι καθημερινά (Σταυρινίδης 1969, αρ. 9∙ Kolovos – Kotzageorgis 2019, σ. 29).
Ο Joseph Pitton de Tournefort, ο οποίος ταξίδεψε στην Κρήτη τον Ιούλιο 1700, σημειώνει ότι τα Λευκά Όρη ήταν μονίμως καλυμμένα με χιόνι και από αυτά μεταφερόταν χιόνι στις κρήνες κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (Tournefort 2003, σ. 34∙ Kolovos – Kotzageorgis 2019, σ. 29). Ο Thomas Spratt, ενάμιση αιώνα αργότερα, μολονότι ταξίδεψε στην Κρήτη την άνοιξη, περιγράφει χιόνια που λιώνουν ή που διατηρούνται μόνο σε χαράδρες. Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι κατά την ανάβαση στο Ψηλορείτη διανυκτέρευσαν στο οροπέδιο της Νίδας, κάτω από τη ζώνη του χιονιού, το οποίο έλιωνε με ταχείς ρυθμούς, αφού ο ήλιος βρισκόταν σχεδόν στο θερινό ηλιοστάσιο. Παρατηρεί ότι γύρω από το εκκλησάκι του Τίμιου Σταυρού, στην κορυφή του Ψηλορείτη, το χιόνι είχε λιώσει σε απόσταση μερικών εκατοντάδων γιαρδών. Ακόμα περιγράφει πως η γη είχε απορροφήσει το νερό από το χιόνι που είχε λιώσει ο ζεστός ήλιος του Μαΐου και το οροπέδιο ήταν πράσινο σαν λιβάδι (Spratt 2007, Α΄, σ. 41-43). Για τα Λευκά Όρη σημειώνει ότι τον χειμώνα καλύπτονται από χιόνι, αλλά μετά τα μέσα του καλοκαιριού οι κορυφές τους είναι γυμνές και γκρίζες (Spratt 2007, B΄, σ. 205). Φαίνεται πως ο Spratt ταξίδεψε στην Κρήτη μετά από έναν μάλλον ήπιο χειμώνα, αφού ήδη από τον Μάιο το χιόνι είχε αρχίσει να λιώνει και να αποκαλύπτει μεγάλα τμήματα των κορυφών σύμφωνα με τη μαρτυρία του. Είναι όμως επίσης πιθανό ότι στα μέσα του 19ου αιώνα, η κάλυψη των βουνών από χιόνι είχε πια γίνει εποχικό φαινόμενο και η διατήρηση μεγάλων όγκων χιονιού στα βουνά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ήταν πια σπάνια (Grove – Conterio 1995, σ. 240-241).