Λιγοστές είναι οι μαρτυρίες για το δίκτυο υδροδότησης της πόλης των Χανίων. Είναι γνωστό ότι στα μέσα του 16ου αιώνα κατασκευάστηκε ο υδαταγωγός που μετέφερε νερό από τις πηγές γύρω από τον οικισμό Γαρίπας, νοτιοδυτικά των Χανίων, στα Χανιά. Σύμφωνα με τον ιταλό αρχαιολόγο Giuseppe Gerola, ο οποίος το 1900 ταξίδεψε στην Κρήτη, οι πηγές κοντά στον οικισμό Γαρίπας που υδροδοτούσαν την πόλη μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν τρεις: η μία, στα Μπουτσουναριά, ήταν η πιο πλούσια και ανέβλυζε σε δεξαμενή. Η άλλη πηγή ανέβλυζε κοντά στην εκκλησία Αγίου Χαραλάμπους, Παναγίας, Αγίας Παρασκευής και Αγίου Δημητρίου∙ η τρίτη βρισκόταν στη θέση Τρούμπα. Στα Περιβόλια, μικρός αγωγός περνούσε από τη θέση Ξεροπήγαδο και έφτανε στην τάφρο της πόλης ανάμεσα στην Porta Retimiota, δηλαδή την κεντρική πύλη στη νότια πλευρά του τείχους, και τον προμαχώνα Schiavo, δηλαδή τη νοτιοδυτική γωνία των οχυρώσεων (Gerola IV, σ. 28-29). Στην Χωρογραφία της Κρήτης του 1818 σημειώνεται πως το νερό που υδροδοτούσε τα Χανιά διοχετευόταν από τα χωριά Νεροκούρου, Τσουμπανά, Μουρνιές και Περιβόλια (Πρακτικίδης 1983, σ. 60-63). Οι πηγές του υδραγωγείου Χανίων στην περιοχή Μπουτσουναριά σημειώνονται και από τον Ιωσήφ Χατζιδάκη (1881, σ. 109). Από αυτές τις πηγές υδροδοτούνταν η πόλη των Χανίων μέχρι και την κατασκευή του υδραγωγείου του Άη Γιάννη και την τροφοδότησή του από τις πηγές της Αγιάς το 1937. Το δίκτυο ύδρευσης χρειάστηκε να ανακατασκευαστεί και να επιδιορθωθεί πολλές φορές, τόσο κατά τη βενετική όσο και κατά την οθωμανική περίοδο.
Από τη βενετική περίοδο είναι γνωστή μόνο η ίδρυση μιας δημόσιας κρήνης στο λιμάνι των Χανίων. Απαραίτητα για την ύδρευση της πόλης ήταν τα πηγάδια. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπήρχαν στη πόλη των Χανίων περισσότερα από 500 ιδιωτικά πηγάδια. Από αυτά, τα 220 ήταν σε άριστη κατάσταση, τα 250 ήταν ακάθαρτα και τα 60 γεμάτα με άχρηστα υλικά (Gerola IV σ. 31). Όπως σημείωσε ο γενικός προνοητής Benetto Moro στην έκθεσή του για την ύδρευση των Χανίων το 1602, τα πηγάδια της πόλης ήταν πολλά, αλλά είχαν μέτριας ποιότητας νερό, που σε περίπτωση ανάγκης μπορούσε να είναι πόσιμο (Σπανάκης IV, 1958, σ. 40-41). To 1620 ο βενετός αξιωματούχος Alvise Bragadin ζήτησε την επισκευή και τον καθαρισμό πηγαδιών και δεξαμενών στη μονή San Salvatore, στον δρόμο της μονής της Santa Maria della Misericordia και στο δρομάκι της Αγίας Αικατερίνης (Gerola IV σ. 31, υποσ. 4). Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Ελπίς Μέλαινα (Marie Espérance von Schwartz) αναφέρει την ύπαρξη πολλών πηγαδιών στην περιοχή της Χαλέπας (Ελπίς Μέλαινα 2008, σ. 62). Καθώς ήταν σαφές ότι η πόλη δεν μπορούσε να βασιστεί για την ύδρευσή της στο υδραγωγείο στην περίπτωση πολιορκίας, υπήρχε μέριμνα για την κατασκευή δεξαμενών. Στις 25 Φεβρουαρίου 1570 στάλθηκε από τη Βενετία ένας «pozzer», ειδικός στην κατασκευή πηγαδιών και δεξαμενών. Έγγραφα του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα μαρτυρούν αφενός τις προσπάθειες των ρεκτόρων και των γενικών προνοητών για την κατασκευή δεξαμενών, αφετέρου τις συχνές καταστροφές αυτών των έργων και την ανάγκη για συνεχείς επισκευές.
Κατά την οθωμανική περίοδο οι δημόσιες κρήνες πολλαπλασιάστηκαν. Αρκετές από αυτές αποτελούσαν τις καθαρτήριες κρήνες τζαμιών. Στο Οθωμανικό Αρχείο της Τουρκικής Προεδρίας στην Κωνσταντινούπολη εντοπίστηκαν έγγραφα που μαρτυρούν τη μέριμνα για τη μισθοδοσία των υδρονομέων στα Χανιά στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα. Συγκεκριμένα σε έγγραφο με ημερομηνία 31 Μαρτίου1712 (22 Σαφέρ 1124) σημειώνεται ο διορισμός του Κωνσταντίνου στη θέση του επικεφαλής αρχιτέκτονα και του Μανόλη στη θέση του αρχιυδρονομέα στην πόλη των Χανίων. Σημειώνεται ότι παλιότερα και τις δύο θέσεις κατείχε ο Μαθιός, γιος του Νικολού. Ο τελευταίος μισθοδοτείτο ως αρχιυδρονομέας από το σώμα των ντόπιων τζεμπετζήδων της πόλης και έπαιρνε ημερομίσθιο 16 ακτσέ (BOA, AE.SAMD.III.15/1368). Σε άλλο έγγραφο, με ημερομηνία 4 Απριλίου 1712 (26 Σαφέρ 1124) καταγράφεται πάλι ο Μανόλης ως αρχιυδρονομέας των Χανίων (BOA, AE.SAMD.III.56/5573). Ακόμα, σύμφωνα με φιρμάνι με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1722 (16 Ραμαζάν 1134), το οποίο απευθύνεται στον διοικητή του Χάνδακα βεζίρη İbrahim Paşa, στον ντεφτερντάρη Κρήτης και στον εισπράκτορα του κεφαλικού φόρου Osman, λόγω της φτώχειας στην οποία έχουν περιπέσει 60 ξυλουργοί, υδρονομείς, λαγουμιτζήδες, σιδεράδες και λιμενικοί της πόλης των Χανίων, από το έτος 1723 (1135) και στο εξής θα πληρώνουν τον κεφαλικό φόρο στο πλαίσιο του συστήματος των τριών κατηγοριών φορολόγησης (χαμηλού, μέσου, μεγάλου εισοδήματος) (BOA, AE.SAMD.III.72/7266). Στο ίδιο αρχείο εντοπίστηκαν και μαρτυρίες για την κατασκευή και συντήρηση δημόσιων κρηνών κατά τον 19ο αιώνα, όπως έγγραφο με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1849 που αφορά τον τρόπο κάλυψης της δαπάνης για την κατασκευή κρηνών (ΒΟΑ. A.}AMD.10/31, H-15-10-1265). Σε μεταγενέστερο έγγραφο, με ημερομηνία 11 Μαρτίου 1867, γίνεται αναφορά στην ανακατασκευή και διαπλάτυνση των υδαταγωγών δημόσιας κρήνης (ΒΟΑ. A.}MKT.MHM. 376/47, H-05-11- 1283).
Ο πρώτος και μοναδικός αγωγός νερού στα Χανιά ήταν έργο του μηχανικού Melchiore Albertoni (ανιψιού του ειδικού επί των οχυρώσεων αρχιτέκτονα Michele Sammicheli), ο οποίος είχε εργαστεί και στα οχυρωματικά έργα. Ο αγωγός κατασκευάστηκε όταν ρέκτορας ήταν ο Leonardo Loredan (1551-1554). Ο αγωγός κόστισε 1.000 δουκάτα και είχε μήκος πάνω από τέσσερα μίλια, ξεκινώντας από τα βουνά νότια των Χανίων όπου βρίσκονται οι κήποι της οικογένειας Viaro (κοντά στον οικισμό Γαρίπας) και καταλήγοντας σε κρήνη στην πλατεία του λιμανιού. Το υδραγωγείο αυτό δεν άντεξε για πολύ καιρό, καθώς στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα η κρήνη στέρεψε (Tsakiri 2018, σ. 284· Ανδριανάκης 2019, σ. 37-38). Οι διορθωτικές εργασίες διήρκεσαν αρκετούς μήνες, από τον Αύγουστο 1581 ως τον Μάιο 1582, και κόστισαν 22.511 υπέρπυρα σε έκτακτα έξοδα και άλλα 4.200 για 350 αγγαρείες. Ο προνοητής Alvise Giustinian (1589) συνέχισε για λίγο τις εργασίες χωρίς να ξοδέψει περισσότερα χρήματα, χρησιμοποιώντας εκατό αγγαρείες. Ωστόσο, σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τις επισκευές, καταστράφηκαν ξανά 300 passi (περίπου 225 μέτρα) του υδραγωγείου εξαιτίας κακοκαιρίας και η κρήνη έμεινε για ακόμα μια φορά στεγνή. Ο έλεγχος του έργου έδειξε ότι ρίζες δέντρων είχαν καταστρέψει τους αγωγούς. Ο ρέκτορας Daniele Gradenigo (1602) προσφέρθηκε να επισκευάσει το δίκτυο επιβάλλοντας ένα φόρο 5 υπερπύρων σε κάθε νοικοκυριό. Ο φόρος συλλέχθηκε καθώς οι cittadini πλήρωσαν εθελοντικά και το υδραγωγείο επιδιορθώθηκε για άλλη μία φορά (Gerola IV, σ. 28). Ο γενικός προνοητής Benetto Moro στην έκθεσή του για την ύδρευση των Χανίων το 1602 αναφέρει ότι η πόλη των Χανίων τροφοδοτείται από το υγιεινό (salubre) νερό μιας πηγής που βρίσκεται τέσσερα μίλια έξω από την πόλη και το οποίο διοχετεύεται στην πλατεία, ωστόσο είναι εύκολο ο εχθρός να αποκόψει αυτή την πηγή (Σπανάκης IV, 1958, σ. 40-41). Στον χάρτη του Francesco Basilicata (1618) σημειώνεται ο αγωγός που υδροδοτούσε την πόλη των Χανίων («condoto dela fontana») (Basilicata αρ. ΧΙΙΙΙ).
Επισκευές στον υδαταγωγό πραγματοποιήθηκαν και κατά την οθωμανική περίοδο. Σε έγγραφο με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1698 (3 Μουχαρέμ 1110) σημειώνεται πως η κρήνη του δημοσίου σιντριβανιού που βρίσκεται στο κέντρο της αγοράς των Χανίων είναι υπό επισκευή, οι πήλινοι σωλήνες της έχουν σπάσει και, προκειμένου να αντικατασταθούν, χρειάζεται να γίνει επιτόπιος έλεγχος και να καλυφθούν από το δημόσιο ταμείο τα έξοδα για τα υλικά (BOA, YB..04.3/97).
Στα τέλη του 18ου αιώνα το νερό του υδραγωγείου ενισχύθηκε με νερό από πηγή στην περιοχή Περιβόλια. Συγκεκριμένα, το 1783/84 (έτος Εγίρας 1198) ο διοικητής των Χανίων, ο λεγόμενος «Υδρονομέας» (Su Yolcu) Ali Paşa, ο οποίος συγκέντρωνε και εκμεταλλευόταν οικονομικά το νερό από την τοποθεσία Σούμπασης του χωριού Περιβόλια, διέταξε να διοχετευθούν στους υδαταγωγούς της πόλης των Χανίων οι 20 από τις 40 μασούρες ύδατος που κατείχε και οι υπόλοιπες 20 να κατευθυνθούν προς την υδρορροή Μανίν Τσεσεντί (Σώμα Νερού) κοντά στο τσιφλίκι του Halil Ağa, το οποίο εξαρτιόταν διοικητικά από τον ναχιγέ Χανίων. Εκεί διέταξε την κατασκευή βακουφικής βρύσης, το πλεονάζον νερό της οποίας έπρεπε να κατευθυνθεί στο τσιφλίκι Καρυδιά. Ωστόσο σε έγγραφο με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1817 (27 Ζιλχιτζέ 1232) προς τον ναΐπη του καζά Χανίων και τον μουτεβελή του βακουφιού του νερού που ρέει εντός των Χανίων, τον καπετάνιο και τους κοινοτικούς εκπροσώπους του χωριού Περιβόλια, σημειώνεται πως μολονότι όλα τα σχετικά διατάγματα και έγγραφα παρουσιάστηκαν στον πασά και αποδείχθηκε ότι η εκμετάλλευση των συγκεκριμένων υδάτων έπρεπε να ακολουθεί τους προαναφερθέντες όρους, εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα ορισμένα άτομα έχουν εκτρέψει προς άλλη τοποθεσία τη ροή του νερού που έπρεπε να κατευθύνεται στο τσιφλίκι Καρυδιά. Για αυτό ο ναΐπης και ο υπεύθυνος για τη διαχείριση του νερού (sukuyulusı) οφείλουν να μην επιτρέψουν την ανάμειξη κανενός στη διαχείριση των υδρορροών που τροφοδοτούν τη βρύση που βρίσκεται δίπλα στο τσιφλίκι του Halil Ağa και να αποτρέψουν οποιαδήποτε ζημιά μπορεί να προκληθεί στο νερό της πόλης των Χανίων (Σπυρόπουλος 2015, σ. 171-172).
Καταστροφές και επισκευές του αγωγού σημειώθηκαν και στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Σε έγγραφο με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1818 (19 Σεβάλ 1233) προς τον φρούραρχο των Χανίων, τον αγά των αζάπηδων του δεξιού τομέα και τον γραμματέα των ντόπιων γενιτσάρων σημειώνεται πως υπάρχουν προβλήματα στη ροή του νερού του χωριού Περιβόλια που φτάνει στα Χανιά. Επειδή παρουσιάζεται πρόβλημα λειψυδρίας, είναι απαραίτητο να επιδιορθωθούν οι βλάβες και να συμπληρωθούν τα κενά που υπάρχουν στη λιθοδομή. Χρειάζεται ακόμα να καταγραφούν σε κατάστιχο οι επισκευές και τα κόστος τους. Όλα τα παραπάνω πρέπει να πραγματοποιηθούν σε συνεργασία με τον μουτεβελή του νερού και τους μάστορες των υδρονομέων. Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1818 (25 Σεβάλ 1233), σε έγγραφο που απευθύνεται στον προύχοντα των Χανίων Hüseyin ŞakirAğa, γιο του el-Hac Hüseyin Ağa, σημειώνεται πως το δίκτυο υδροδότησης των Χανίων χρειάζεται επισκευή και, όπως συνηθίζεται, πρέπει να δοθεί ένα ποσό στους ουλεμά για τη σύνταξη του σχετικού κατάστιχου, καθώς και 15.448,5 γρόσια για να αγοραστούν τα απαραίτητα. Για να καλυφθεί το κόστος αυτών των επισκευών πρέπει να πληρώσουν οι αγάδες που κατοικούν εντός των τειχών και έχουν σπίτια, χαμάμ και κρήνες που υδροδοτούνται με τρεχούμενο νερό, οι μουτεβελήδες κάποιων βακουφιών και οι υπόλοιποι προύχοντες. Αν γίνουν περισσότερα ή λιγότερα έξοδα από όσα έχουν υπολογιστεί, πρέπει αυτά να καταγραφούν και να ελεγχθούν. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, μικροί και μεγάλοι, ευεργέτες και ευεργετούμενοι, πρέπει να ενημερωθούν και, όταν φτάσει το μπουγιουρντί (διάταγμα) του πασά, να προμηθευτούν γρήγορα τους σωλήνες, τον ασβέστη, τις πέτρες και ό,τι άλλο χρειάζεται, να διορίσουν χωρικούς από τους οικισμούς που βρίσκονται στα περίχωρα του φρουρίου, να συγκεντρώσουν τους ραγιάδες των οικισμών Περβόλια, Δαράτσος, Αγία Μαρίνα, Γαλατάς και Τσομλεκτσί και να βρουν τους τεχνίτες, τους κτίστες και τους υδρονομείς ώστε οι εργασίες να τελειώσουν το συντομότερο δυνατό (Σπυρόπουλος 2015, σ. 224, 226-227). Σύμφωνα με την εφημερίδα «Αρκάδιον» τον Φεβρουάριο του 1885 επισκέφτηκε την Κρήτη ο μηχανικός της γενικής διοικήσεως, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα εξέτασε και το υδραγωγείο των Χανίων (εφημ. Αρκάδιον 23/2/1885).
Τρεις δεξαμενές του Giovanni Mocenigo: Ο βενετός γενικός προνοητής Giovanni Mocenigo σημειώνει στην έκθεσή του μετά τη λήξη της πρώτης θητείας του, τον Απρίλιο του 1589, ότι φρόντισε για την αποπεράτωση τριών δεξαμενών, η κατασκευή των οποίων είχε ξεκινήσει νωρίτερα (Σπανάκης Ι, 1940, σ. 152). Ωστόσο, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους ο ρέκτορας των Χανίων αναφέρει μία μόνο δεξαμενή, στο λιμάνι (Gerola IV, σ. 30∙ Tsakiri 2018, σ. 284).
Δεξαμενή στο λιμάνι: O βενετός ρέκτορας Χανίων Francesco Malipiero στις 19 Οκτωβρίου 1589 δήλωσε ότι υπάρχει μόνο μία μικρή δεξαμενή στο λιμάνι, την οποία κατασκεύασε ο προκάτοχος του Sebastian Gritti (Gerola IV, σ. 30, υποσ. 3).
Δεξαμενή στην πλατεία του Αγίου Νικολάου (Σπλάντζια): Η δεξαμενή στην πλατεία του Αγίου Νικολάου κατασκευάστηκε από τον βενετό γενικό προνοητή Giovanni Mocenigo κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του που έληξε το 1593 (Σπανάκης IV, 1958, σ. 41, υποσ. 49). O Filippo Pasgualigo, τέως διοικητής του Χάνδακα και προνοητής των Χανίων, αναφέρει σε έκθεσή του, το 1594, ότι σε περίπτωση πολιορκίας ο μόνος τρόπος υδροδότησης της πόλης θα είναι αυτή η δεξαμενή, καθώς και ένα πηγάδι (Σπανάκης ΙΙΙ, 1953, σ. 131). Ωστόσο το 1595 το πηγάδι στην πλατεία του Αγίου Νικολάου ήταν κατεστραμμένο εξαιτίας της βροχής και των σεισμών, όπως αναφέρει ο ρέκτορας Benetto Dolfin. Το 1598 η δεξαμενή στην Σπλάντζια δεν ήταν σε χρήση, παρά τις προσπάθειες που είχαν γίνει για την επισκευή της (Gerola IV, σ. 30· Ανδριανάκης 2019, σ. 36-37). Ο γενικός προνοητής Benetto Moro αναφέρει αυτήν τη δεξαμενή σε έκθεσή του το 1602. Συγκεκριμένα αναφέρει πως το βρόχινο νερό των νεωρίων (μάλλον εννοεί το νερό που συγκεντρωνόταν στις στέγες τους), μπορούσε με μικρό κόστος να διοχετευτεί στην δεξαμενή που κατασκευάστηκε στην πλατεία του Αγίου Νικολάου από τον γενικό προνοητή Zuanne Mocenigo, η οποία όμως παρέμενε αχρησιμοποίητη γιατί οι βάσεις της είχαν σπάσει από τη ζέστη (Σπανάκης IV, 1958, σ. 41). Το 1616 ο Gerolamo Contarini δεσμεύτηκε να επισκευάσει τη δεξαμενή του Αγίου Νικολάου (Gerola IV, σ. 31, υποσ. 4). Από αυτή την αρχική δεξαμενή που θα συνδεόταν με κρήνη διατηρείται μάλλον μόνο ο νότιος τοίχος με τη γέννηση του ημικυλινδρικού τόξου (Ανδριανάκης 2019, σ. 36).
Στον 17ο αιώνα, ο ναός του Αγίου Νικολάου μετατράπηκε στο Χουνκιάρ Τζαμί και στην πλατεία κατασκευάστηκε υπαίθρια κρήνη, η οποία πιθανότατα συνδεόταν στο βενετικό δίκτυο υδροδότησης και τροφοδοτούνταν από τις πηγές των Περιβολιών. Σύμφωνα με τον οθωμανό αξιωματούχο και περιηγητή Evliya Çelebi του 17ου αιώνα, στην κρήνη υπήρχε επιγραφή, η οποία όμως δεν σώζεται, με το έτος κατασκευής της: 1662/63 (Ανδριανάκης 2019, σ. 31). Σε αυτή τη φάση ανήκει η σωζόμενη όψη, η οποία σήμερα βρίσκεται κάτω από την πλατεία. Η όψη είναι χτισμένη από ορθογωνισμένους λίθους. Σε αυτήν ανοίγονται δυο τυφλά, οξυκόρυφα τόξα, τα οποία πλαισιώνουν τις μαρμάρινες πλάκες κρουνών με τη λαξευτή διακόσμηση. Η κρήνη στεγαζόταν με ξύλινο στέγαστρο με κεραμίδια, όπως μαρτυρούν οι τόρμοι πάκτωσης και αντιστήριξης πάνω από τα τόξα του τοίχου. Στην κρήνη οδηγούσε κλίμακα από 27 σκαλοπάτια (Ανδριανάκης 2019, σ. 34, 40).
Η επόμενη φάση οικοδόμησης τοποθετείται στον 19ο αιώνα. Μάλλον τότε οικοδομήθηκε η τριμερής θολωτή κατασκευή. Ο χώρος μοιράζεται με δυο τοξοστοιχίες, με δύο τόξα η καθεμία, τα οποία στηρίζονται σε πεσσούς και απολήγουν σε υφαψίδια στον τοίχο της κρήνης του 17ου αιώνα. Τα τόξα υποστηρίζουν χαμηλωμένο ημικυλινδρικό θόλο ενισχυμένο από σφενδόνια (Ανδριανάκης 2019, σ. 43). Πιθανόν αυτές οι εργασίες καταγράφονται σε έγγραφο με ημερομηνία 31 Μαρτίου 1867 στο Οθωμανικό Αρχείο της Τουρκικής Προεδρίας στην Κωνσταντινούπολη, στο οποίο σημειώνεται η πληρωμή εξόδων κατασκευής κρήνης και των υδαταγωγών της στην πλατεία της συνοικίας Χουνκιάρ (BOA, A.}MKT.MHM. 378/18, 25 Ζιλκαντέ 1283). Ίσως σε αυτή τη φάση να διαμορφώθηκε και το περίκεντρο περίπτερο το οποίο διακρίνεται στις φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα.
Στην δεκαετία του 1950 και αφού το μνημείο είχε πληγεί από τους βομβαρδισμούς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η κρήνη κατεδαφίστηκε και καταχώθηκε με αγγαρείες πολιτικών κρατουμένων. Τα σωζόμενα κατάλοιπα του μνημείου εντοπίστηκαν και αποκαταστάθηκαν από την αρμόδια 13η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων το 1987 (Ανδριανάκης 1997, σ. 106, 135· Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών· Ανδριανάκης 2019).
Δεξαμενή Αγίου Ανδρέα: Το 1592 ξεκίνησε η κατασκευή μιας ακόμα δεξαμενής στην πλατεία του Αγίου Ανδρέα με τη φροντίδα του γενικού προνοητή Filippo Pasqualigo∙ η δεξαμενή ολοκληρώθηκε το 1594 (Gerola IV, σ. 30).
Δεξαμενές στην οχύρωση του San Salvatore (φρούριο Φιρκά): To 1598 τρεις νέες δεξαμενές χωρητικότητας 5.000 βαρελιών κατασκεύαστηκαν στο φρούριο του San Salvatore (Gerola IV, σ. 30-31). Συγκρότημα δεξαμενών διακρίνεται στον χάρτη του 1618 του Francesco Basilicata (Basilicata αρ. ΧΙΙΙΙ). Μεγάλη θολοσκέπαστη δεξαμενή τριών διαμερισμάτων αποκαλύφθηκε κατά την ανασκαφή του χώρου. Η δεξαμενή βρίσκεται στο μέσο της αυλής. Σε αυτήν κατέληγαν τα νερά που συγκεντρώνονταν από τα γύρω κτίρια. Η ανασκαφική έρευνα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χανίων αποκάλυψε κτιστό αγωγό στην ανατολική πλευρά της δεξαμενής, ο οποίος τροφοδοτούσε τη δεξαμενή με τα όμβρια νερά που συγκεντρώνονταν στον θόλο της και στην αυλή. Ο αγωγός είχε δύο στόμια εισόδου στην δεξαμενή. Τέσσερα φρεάτια εξυπηρετούσαν την κατακράτηση των υλικών που μετέφερε το νερό. Στην δυτική εξωτερική τοιχοποιία της δεξαμενής αποκαλύφθηκαν οπές που ίσως χρησίμευαν για να εισέρχεται στη δεξαμενή το νερό που συγκεντρωνόταν σε αυτήν την πλευρά ή για ελευθερώνεται το νερό της υπερχείλισης. Ακόμα εντοπίστηκαν γούρνες. Ένας ακόμα αγωγός όμβριων υδάτων αποκαλύφθηκε κατά μήκος του διαδρόμου. Στο βόρειο τμήμα του φρουρίου εντοπίστηκε δίκτυο αποχετευτικών αγωγών το οποίο χρονολογείται στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα (Ψαράκης 2004, σ. 197-226).
Δεξαμενή στον λόφο Καστέλι: Δεξαμενή χωρητικότητας 4.000 βαρελιών κατασκευάστηκε στο castello (λόφο Καστέλι;) το 1598 (Gerola IV, σ. 30-31). Για τις δεξαμενές στο παλιό κάστρο κάνει λόγο και ο οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα Evliya Çelebi (Λούπης 1994, σ. 212).
Δεξαμενή Αγίου Φραγκίσκου: Το 1602, σε έκθεσή του, ο γενικός προνοητής Benetto Moro πρότεινε την κατασκευή δεξαμενής παράλληλα με τον δρόμο του Αγίου Φραγκίσκου. Έκρινε πως η θέση αυτή είναι κατάλληλη γιατί βρίσκεται απέναντι από την κατάληξη του υδραγωγείου στην πλατεία και έτσι μπορεί με έναν μικρό αγωγό το νερό του υδραγωγείου να διοχετευτεί στη δεξαμενή όταν εμφανιστεί κίνδυνος πολέμου· υπήρχε ο φόβος της οθωμανικής εισβολής (Σπανάκης IV, 1958, σ. 40).
Δεξαμενές στην Porta Retimiota και στη μονή Santa Clara: Το 1605 ο βενετός στρατιωτικός διοικητής Jacopo Corner ανέλαβε την κατασκευή δυο δεξαμενών στην Porta Retimiota, στη νότια πλευρά του τείχους, και στον κήπο της μονής Santa Clara, στη σημερινή οδό Χάληδων, για να γεμίσουν με το νερό του υδραγωγείου. Απευθύνθηκε στους cittadini για την κάλυψη των εξόδων. Δεν είναι σαφές αν οι δεξαμενές τελικά οικοδομήθηκαν. Δεν διατηρούνται ίχνη τους (Gerola IV, σ. 30-31).
Κρήνη λιμανιού: Στην πλατεία του λιμανιού, εκεί όπου κατέληγε η Ruga Maistra (η σημερινή οδός Χάληδων), βρισκόταν η κεντρική δημόσια κρήνη της πόλης. Η κρήνη αποτυπώνεται σε χάρτες του 17ου αιώνα. Από αυτήν την κρήνη πιθανότατα προέρχεται η λεκάνη που απόκειται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων (Βαρθαλίτου, υπό έκδοση). Η λεκάνη κοσμείται με οικόσημα βενετών αξιωματούχων, συγκεκριμένα με τα οικόσημα του ρέκτορα Leonardo Loredan και των συμβούλων Pietro Civran και Nicolo Priuli, καθώς και με ένα ακόμα οικόσημο που δεν έχει ταυτιστεί. Τα οικόσημα επιτρέπουν την χρονολόγηση της λεκάνης ανάμεσα στο 1551 και το 1554, εποχή της θητείας των παραπάνω αξιωματούχων (Gerola IV, σ. 230, αρ. 209-212∙ Βαρθαλίτου, υπό έκδοση) και επιβεβαιώνουν ότι η λεκάνη λαξεύτηκε την ίδια εποχή που κατασκευάστηκε και ο υδαταγωγός που υδροδοτούσε την πόλη. Δεν είναι γνωστό πότε κατεδαφίστηκε η κρήνη. Σε φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα διακρίνεται η λεκάνη τοποθετημένη σε άλλες κρήνες της οθωμανικής εποχής στο λιμάνι και αργότερα πάνω σε τμήμα κίονα. Συγκεκριμένα, σε φωτογραφία του 19ου αιώνα (πριν από το 1893) η λεκάνη διακρίνεται σε μεγάλων διαστάσεων κρήνη-δεξαμενή ορθογώνιας κάτοψης κτισμένη στην οδό Χάληδων, μπροστά από το ναυαρχείο, μετέπειτα δημαρχείο Χανίων. Η κρήνη αυτή κατεδαφίστηκε το 1893. Σε άλλη φωτογραφία διακρίνεται η λεκάνη σε κρήνη δίπλα στο ιμαρέτι του λιμανιού (Ανδριανάκης 2019· Ανδριανάκης, υπό έκδοση). Σε έγγραφο με ημερομηνία 11 Ιουλίου 1698 (3 Μουχαρέμ 1110) σημειώνεται ότι η κρήνη του δημοσίου σιντριβανιού που βρίσκεται στο κέντρο της αγοράς των Χανίων είναι υπό επισκευή, ωστόσο τα κεραμικά μέρη του υδαταγωγού της έχουν σπάσει και, προκειμένου να αντικατασταθούν, χρειάζεται αυτοψία και κάλυψη των εξόδων για τα υλικά από το δημόσιο ταμείο (ΒΟΑ.YB..04.3.97).
Κρήνη στην Πύλη του Γιαλού: Στις φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα διακρίνεται κρήνη στην Πύλη του Γιαλού, στην πύλη δηλαδή που οδηγούσε στο λιμάνι, στην αρχή των νεωρίων (στη σημερινή οδό Δασκαλογιάννη). Πρόκειται για απλή κατασκευή ορθογώνιας κάτοψης. Ίσως είχε κατασκευαστεί στη βενετική περίοδο. Η κρήνη, όπως εξάλλου και η πύλη, δεν διατηρούνται (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη κοντά στην πύλη Sabbionara (Κουμ Καπί): Στην εξωτερική πλευρά των οχυρώσεων κοντά στην πύλη Sabbionara (Κουμ Καπί), σε επαφή με το τείχος, σώζεται λιτή κρήνη-δεξαμενή, ορθογώνιας κάτοψης, η οποία στεγάζεται με θόλο (Ανδριανάκης 1997, σ. 135-136). Η πρόσοψη της κρήνης είναι χτισμένη με ορθογωνισμένους ασβεστόλιθους, ενώ οι δύο γωνίες εξέχουν ελαφρώς και βαίνουν σε βάσεις δίνοντας την εντύπωση πεσσών. Η κρήνη επιστέφεται με διπλό γείσο. Στο κέντρο, κάτω από γείσο, θα υπήρχε επιγραφή, όπως μαρτυρεί το ορθογώνιο κενό πλαίσιο. Φέρει δύο πλάκες κρουνών και αντίστοιχα δύο ημικυκλικές γούρνες (Βλ. και Digital Crete: στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη του Osman Ağa: Σύμφωνα με τον οθωμανό αξιωματούχο και περιηγητή του 17ου αιώνα Evliya Çelebi, η κρήνη βρισκόταν κοντά στο τζαμί του σουλτάνου İbrahim (ναός Αγίου Νικολάου). Η κρήνη έφερε επιγραφή με το όνομα του ιδρυτή και το έτος ίδρυσης 1661/62 (έτος Εγίρας 1072): «Για την αγαθοεργία αυτή κατέβαλε κόπους ο επικεφαλής των εκπαιδευτών των σκύλων του στρατού, η εξοχότητά του ο Osman Ağa, ο αιδήμων. Πίνοντας νερό γράφτηκε το χρονόγραμμα για αυτή την αγαθοεργία: Αυτή η κρήνη είναι πηγή ζωής και ευφραίνει την ψυχή. Έτος Εγίρας 1072» (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη τζαμιού Mehmed Ağa (οδός Σκουφών): Στη νότια πλευρά του τζαμιού του Mehmed Ağa (ναός Ιωάννη Θεολόγου κατά τη βενετική περίοδο και σήμερα τουριστικό κατάστημα) διατηρείται κρήνη ενσωματωμένη σε νεότερα κτίσματα. Από την μάλλον περίκεντρη οκτάπλευρη κρήνη είναι σήμερα ορατές οι τρεις πλευρές. Είναι κτισμένες με ορθογωνισμένους ασβεστόλιθους. Εξέχον πλαίσιο ορίζει τις πλευρές της και το άνω πέρας. Σε κάθε πλευρά διαμορφώνεται παρόμοιο τόξο, το οποίο σχηματίζεται από καμπύλες και γωνίες∙ από την κορυφή του κρέμεται καρπός (Ανδριανάκης 1997, σ. 135· Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη στο τζαμί του Yusuf Paşa (ναός του Αγίου Φραγκίσκου, σήμερα Αρχαιολογικό Μουσείο): Στην αυλή του ναού του Αγίου Φραγκίσκου που είχε μετατραπεί σε τζαμί του Yusuf Paşa βρίσκεται περίκεντρη, οκτάπλευρη κρήνη με ψηλή κωνική κάλυψη, κτισμένη με ορθογωνισμένους λίθους. Στις οκτώ πλευρές της υπάρχουν ισάριθμες πλάκες κρουνών. Οι πλευρές ορίζονται με ημικιονίσκους που πατούν σε βάθρα και βάσεις και φέρουν κιονόκρανα και επιθήματα. Στο ύψος των επιθημάτων αναπτύσσεται διακοσμητική ζώνη η οποία περιτρέχει όλη την κρήνη. Οι πλευρές της κρήνης στέφονται με οκτώ οξυκόρυφα, χαμηλά τόξα με τονισμένες κορυφές. Σε ένα από αυτά τα τόξα υπάρχει επιγραφή σε λευκό μάρμαρο, κομμένη ώστε να προσαρμόζεται με ακρίβεια στο ιδιαίτερο τοξωτό πλαίσιο. Διακοσμητική ζώνη και εξέχον γείσο κλείνουν τη σύνθεση. Ακολουθούν δύο σειρές ορθογωνισμένων λίθων και μία ζώνη ημικυκλικής διατομής στην οποία βαίνει η κωνική κορυφή (Ανδριανάκης 1997, σ. 135). Σύμφωνα με τη μαρμάρινη επιγραφή, η κρήνη οικοδομήθηκε το 1750 από τον Hacı Abdullah Efendi (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη του τζαμιού του Küçük Hasan Paşa: Στη δυτική πλευρά του τζαμιού του Küçük Hasan Paşa έχει διαμορφωθεί ραδινή κόγχη η οποία στεγάζει κρήνη (Ανδριανάκης 1997, σ. 135). Η κόγχη πλαισιώνεται από δύο απλά βεργία. Το κλειδί της ημικυκλικής κορυφής της κόγχης προεξέχει διασπώντας το πλαίσιο. Πάνω από την κόγχη έχει τοποθετηθεί ορθογώνια μαρμάρινη επιγραφή μέσα σε πλαίσιο. Η επιγραφή αναπτύσσεται σε έξι διάχωρα που ορίζονται με απλή ελαφρώς έξεργη ταινία. Στην επιγραφή δηλώνονται το έτος ίδρυσης της κρήνης 1893/94 (έτος Εγίρας 1311) και ο συντάκτης του χρονογράμματος: «Η παροχή του νερού είναι ευγενέστατη αγαθοεργία αφού σώζει όσους διψούν από μεγάλο κόπο. Αυτό το έργο κατασκευάστηκε από τα ευαγή ιδρύματα (βακούφια). Οι διψώντες ας μνημονεύουν αυτή την παροχή νερού. Το τάσι γέμισε. Ένα μεγαλοπρεπές χρονόγραμμα (του Celal) για τη μνημόνευση της (κατασκευής): έτρεξε το νερό του Κεβσέρ από αυτήν τη νεόκτιστη κρήνη. 1311. Συντάκτης: Ahmet Şükri» (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών). Το τζαμί οικοδομήθηκε στα μέσα του 17ου αιώνα, η κρήνη κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και μάλλον η κατασκευή της εγγράφεται σε ευρύτερες οικοδομικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν τότε (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη του τζαμιού του Sinan Ağa (Arap Camii): Στην οδό Δωροθέου Επισκόπου 11 διατηρείται κρήνη σε τοξωτή εσοχή. Η κρήνη είναι χτισμένη με ορθογωνισμένους λίθους. Το τόξο είναι χαμηλό και οξυκόρυφο και κοσμείται με απλό βεργίο. Διακρίνονται δύο πλάκες κρουνών με πλαίσιο σε χαμηλό ανάγλυφο. Πρόκειται για την κρήνη του τζαμιού του Sinan Ağa, το οποίο δεν διατηρείται (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη στη συμβολή των οδών Χάληδων και Ζαμπελίου: Στο λιμάνι των Χανίων, στη συμβολή των οδών Χάληδων και Ζαμπελίου βρίσκεται κτίριο το οποίο στέγασε διαδοχικά ναυαρχείο, νοσοκομείο και δημαρχείο (Ανδριανάκης 1997, σ. 136). Στη γωνία του έχουν εντοιχιστεί δύο πλάκες κρήνης: η πλάκα του κρουνού και η πλάκα με επιγραφή. Οι δύο πλάκες έχουν λαξευτεί σε λευκό μάρμαρο. Η πλάκα του κρουνού φέρει πλούσιο φυτικό διάκοσμο σε χαμηλό ανάγλυφο. Η πλάκα της επιγραφής είναι ορθογώνια και φέρει επτά πεδία λαξευμένα σε υποχώρηση. Στα πέντε από αυτά (δύο στο πάνω μέρος, δυο στο κέντρο και ένα στο κάτω μέρος της πλάκας) υπάρχουν αδιάγνωστες σήμερα επιγραφές. Δυο μικρότερα πεδία πλαισιώνουν το κατώτερο ενεπίγραφο πεδίο χωρίς να φέρουν επιγραφή (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη μπροστά από το νοσοκομείο (το βενετικό ναυαρχείο και αργότερα δημαρχείο Χανίων) στην οδό Χάληδων: Σε φωτογραφία του 19ου αιώνα (πριν από το 1893) διακρίνεται μεγάλων διαστάσεων κρήνη-δεξαμενή ορθογώνιας κάτοψης κτισμένη στην οδό Χάληδων, μπροστά από το νοσοκομείο (το βενετικό ναυαρχείο και αργότερα δημαρχείο Χανίων). Όπως φαίνεται στη φωτογραφία, η κρήνη είχε στην όψη δύο τυφλά τόξα. Στο ένα από αυτά είχε τοποθετηθεί ως γούρνα η λεκάνη της βενετικής κρήνης του λιμανιού. Άλλο ένα τόξο διακρίνεται στην πλαϊνή όψη της. Η κρήνη κατεδαφίστηκε το 1893. Χαρακτικό της κρήνης έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα The Graphic, στο φύλλο με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1886 (Ανδριανάκης 2019, σ. 38· Ανδριανάκης, υπό έκδοση).
Κρήνη σε κατοικία στο λιμάνι (Ακτή Κουντουριώτη): Η εσωτερική πλευρά της τοξωτής κλίμακας κατοικίας στο λιμάνι έχει διαμορφωθεί σε πρόσοψη κρήνης (Ανδριανάκης 1997, σ. 136-137). Η όψη της κρήνης θυμίζει οικοδόμημα. Δυο πεσσίσκοι οι οποίοι προβάλλουν ελαφρώς πλαισιώνουν πλάκα κρουνού και υποστηρίζουν ορθογώνια πλάκα στην οποία έχει λαξευτεί τόξο. Στην όψη των πεσσών έχουν λαξευτεί κυπαρίσσια, άλλα δύο κυπαρίσσια και δύο ρόδακες έχουν λαξευτεί στην πλάκα του κρουνού, πλαισιώνοντας εκτός από τον κρουνό και βάση η οποία υποστηρίζει ημισέληνο κάτω ακριβώς από το τόξο. Το τόξο είναι «ισλαμικό» με τονισμένη κορυφή, ενώ τα «τρίγωνα» γεμίζουν με ρόδακες. Μια ζώνη με ανεστραμμένα αιχμηρά κρινάνθεμα ορίζει το ανώτερο πέρας της πλάκας. Ακολουθεί εξέχον γείσο στο οποίο βαίνει άλλη πλάκα με ανάγλυφο διάκοσμο. Αυτή φέρει επιγραφή κατεστραμμένη σήμερα και ημισέληνο επίσης απολαξευμένη. Η ευθύγραμμη επιφάνεια της κρήνης διακρίνεται από το καμπύλο τμήμα της τοξωτής κλίμακας με μοτίβο σχοινιού στο οποίο εναλλάσσεται απλή ταινία με ταινία διακοσμημένη με πυραμοειδείς οδοντώσεις. Το σχοινί διακόπτεται από την δεύτερη ημισέληνο (Digital Crete: στα χρόνια των Οθωμανών).
Κρήνη κοντά στο τζαμί Cezayir Kolu: Σε φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα διακρίνεται κρήνη ορθογώνιας κάτοψης με ισλαμικά τόξα στο πάχος της τοιχοποιίας, τα οποία στέγαζαν κρουνούς. Διακρίνονται ένα τόξο στη στενή πλευρά και δύο στη μακρά. Σύμφωνα με τον Μανώλη Μανούσακα, ο οποίος δημοσίευσε τις φωτογραφίες, πρόκειται για την κρήνη κοντά στο τζαμί Cezayir Kolu. Το τζαμί, όπως και η γύρω περιοχή, καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς κατά τη μάχη της Κρήτης (Μανούσακας 2013, σ. 3).
Κρήνη του τζαμιού του Musa Paşa: Σε έγγραφο με ημερομηνία 6 Οκτωβρίου 1800 (18 Τζεμαζιγιελεβέλ 1215) καταγράφεται ο διορισμός, με ημερομίσθιο 10 ακτσέ, του Seyyid Mehmed στη θέση του Osman, καθαριστή της κρήνης του τζαμιού που έχτισε ο İkinci Kaptan Musa Paşa στον λόφο Καστέλι στα Χανιά (BOA, C..BLD.18/857). Το τζαμί υπέστη σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε. Κατάλοιπά του έχουν ενσωματωθεί σε παρακείμενα οικοδομήματα (Ανδριανάκης 1997, σ. 100).
Χαμάμ στη συμβολή των οδών Ζαμπελίου και Δούκα: Το χαμάμ πιθανόν οικοδομήθηκε σύντομα μετά την κατάκτηση των Χανίων από τους Οθωμανούς. Διαθέτει μακρόστενο χώρο αποδυτηρίων, ο οποίος καλύπτεται με τρεις ημισφαιρικούς θόλους. Στο διαμέρισμα που ακολουθεί στεγαζόταν το χλιαρό τμήμα του λουτρού∙ πρόκειται για επιμήκη χώρο, ο οποίος στεγάζεται με ημικυλινδρικό θόλο. Ο θερμός χώρος στεγάζεται με έξι θόλους, ωστόσο ο χώρος αυτός δεν είναι ενιαίος· τα δυο γωνιακά διαμερίσματα χωρίζονται αποτελώντας ιδιαίτερα δωμάτια. Σε όλους τους θόλους ανοίγονται οπές φωτισμού. Το κτίριο σώζεται σε καλή κατάσταση, αν και εγκαταλελειμμένο. Ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τμήμα του λειτουργεί ως εστιατόριο (Aνδριανάκης 1997, σ. 133-134∙ Κανετάκη 2004, σ. 269-275· Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Χαμάμ στην οδό Χάληδων: Στην οδό Χάληδων, στον δρόμο που οδηγεί προς το λιμάνι της πόλης, διατηρείται χαμάμ ενσωματωμένο σε άλλα οικοδομήματα. Συγκεκριμένα, διατηρούνται δύο χώροι που καλύπτονται ο ένας με έναν ημισφαιρικό θόλο και ο άλλος με δύο ημισφαιρικούς θόλους, καθώς και ο μεγαλύτερος τετράγωνος χώρος, ο οποίος καλύπτεται με εννέα ημισφαιρικούς θόλους. Το χαμάμ ανεγέρθηκε μάλλον κατά τον 17ο αιώνα και πιθανόν ήταν διπλό, είχε δηλαδή ανδρικό και γυναικείο τμήμα. Στο χώρο με τους εννέα θόλους ίσως στεγαζόταν το ανδρικό τμήμα (Κανετάκη 2004, σ. 276). Το χαμάμ βρίσκεται στη θέση όπου βρισκόταν κατά τη βενετική περίοδο η μονή Santa Clara των Φραγκισκανών. Βρίσκεται δηλαδή απέναντι από τη μονή του Αγίου Φραγκίσκου που μετατράπηκε στο τζαμί του Yusuf Paşa. Στην καταγραφή των βακουφιών του τζαμιού του Yusuf Paşa περιλαμβάνονται δύο χαμάμ που έχτισε ο πασάς κοντά στο τζαμί, καθώς και η πλατεία μπροστά τους, είναι συνεπώς πιθανόν ότι το χαμάμ χτίστηκε τότε και ανήκε στο συγκρότημα του τζαμιού του Yusuf Paşa. Ίσως, η αναφορά σε δύο χαμάμ να σημαίνει απλώς ότι επρόκειτο για διπλό χαμάμ (Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών)
Το 1934 το χαμάμ αγοράστηκε ως ανταλλάξιμο. Το 1941, κατά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, καταστράφηκε μεγάλο τμήμα του χαμάμ και η περιμετρική στοά του. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι το 1994 στο σωζόμενο τμήμα του στεγαζόταν καμπανοχυτήριο. Το 1965 κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο. Σήμερα λειτουργεί ως κατάστημα ρούχων (Ανδριανάκης1997, σ. 103, 132-133· Κανετάκη 2004, σ. 269· Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Χαμάμ στην οδό Κατρέ: Στην οδό Κατρέ, στον λόφο του Καστελίου, στο κέντρο των Χανίων, διατηρείται χαμάμ. Ο κεντρικός του χώρος στεγάζεται με χαμηλό θόλο και περιβάλλεται από καμαροσκεπείς στοές και δωμάτια με μικρότερους θόλους (Ανδριανάκης1997, σ. 133· Κανετάκη 2004, σ. 276-278· Digital Crete: Στα χρόνια των Οθωμανών).
Χαμάμ στη συνοικία Χουνκιάρ: Σε έγγραφο με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1846 πληροφορούμαστε την ύπαρξη χαμάμ στη συνοικία Χουνκιάρ, στο οποίο δολοφονήθηκε μουσουλμάνος ονόματι Mehmed (ΒΟΑ. MVL 4/37, H-23-02- 1262). Η συνοικία Χουνκιάρ μπορεί να ταυτιστεί με την περιοχή της Σπλάντζιας, όπου βρισκόταν το Χουνκιάρ Τζαμί (ναός Αγίου Νικολάου).
Ιεροδικαστική καταχώριση με ημερομηνία 22 Νοεμβρίου 1672 (1 Σαμπάν 1083) αφορά την αγορά ακινήτου μέσω δημόσιου πλειστηριασμού στο Ιτς Καλέ (δηλαδή στο λόφο Καστέλι) στα Χανιά. Το ακίνητο περιλάμβανε εννέα ισόγεια και δεκαοχτώ ανώγεια δωμάτια, δύο χαμάμ, δυο αυλές και μία στέρνα. Αγοραστής ήταν ο κεχαγιάς του διοικητή των Χανίων Ahmed Paşa, Muslı Ağa (Σταυρινίδης Β΄, 1976, σ. 93, αρ. 661∙ Αϊβαλή κ.ά. 2010, σ. 219-220, αρ. 339).
Ιεροδικαστική καταχώριση με ημερομηνία 16 Ιουνίου 1685 (14 Ρετζέπ 1685) αφορά την πώληση σπιτιού στη συνοικία του σουλτάνου İbrahim. Το σπίτι περιλάμβανε ισόγειο και δυο ανώγεια δωμάτια, αυλή και πηγάδι. Πωλήτρια ήταν η Perihan, κόρη του Abdülmennan, κάτοικος Χανίων, που διέμενε προσωρινά στον Χάνδακα και αγοραστής ο Hafız Mehmed, γιος του Ahmed (Αϊβαλή κ.ά. 2010, σ. 617, αρ. 1058).